Συζητήσεις-Τζιώτζιος: Tο Σύστημα Χίτσκοκ!

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΙΤΣΚΟΚ!
Ο Δημήτρης Αθανίτης συζητά με τον Γιώργο Τζιώτζιο.

Ο Γιώργος Τζιώτζιος είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους-ορχήστρες στον ελληνικό κινηµατογράφο. Κριτικός, εκδότης, διανοµέας, αιθουσάρχης, διευθυντής φεστιβάλ. Έχει κάνει άπειρα πράγµατα, αλλά τα αντιµετωπίζει σαν κάτι ενιαίο, σχεδόν απλό. Βέβαια, έχει ένα σύστηµα που ακολουθεί: το  «Σύστηµα Χίτσκοκ»!



Γιώργο, τελείωσες ένα θρυλικό γυµνάσιο στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη που θα µπορούσε να είναι το Μιλάνο της Ελλάδας. Τελείωσες το 5ο Αρρένων, σχολείο όπου µαθήτευσαν ο Σαββόπουλος και ο Βέλτσος, αλλά, όπως κι αυτοί και πολλοί άλλοι, κατέληξες στην Αθήνα. Πώς ήταν το περιβάλλον όπου µεγάλωσες; Η εικόνα της περιοχής ήταν περίπου η σηµερινή;
Το 5ο Γυµνάσιο εκείνη την εποχή, δεκαετία 1960, ήταν παραθαλάσσιο. ∆ιασχίζαµε λίγα µέτρα και βγαίναµε στην παραλία, µε βάρκες δεµένες έξω από τα σπίτια και τσιγγάνους να έρχονται το καλοκαίρι µε σαµπρέλες, να περνάνε ξυπόλυτοι την καυτή άσφαλτο και να βουτάνε. Εµείς παίζαµε όλη µέρα εκεί,
αλλά για µπάνιο παίρναµε το καραβάκι.
Υπήρχε καραβάκι;
Ναι. Ξεκινούσε από Λευκό Πύργο κι έκανε στάσεις στην Περαία, στην Αγία Τριάδα, στο Μπαχτσέ. Αυτό που είναι σήµερα η Λεωφόρος Κέννεντυ κι ό,τι υπάρχει από κάτω, όπως το Μακεδονία Παλλάςήταν θάλασσα. Μετά άρχισαν να πέφτουν τα «µπλόκια» και οι επιχωµατώσεις. Έτσι δηµιουργήθηκε ένα νέο µέτωπο στη θάλασσα και µια νέα εικόνα της πόλης.
Η Χαλκιδική δεν ήταν το κλασικό θέρετρο των Σαλονικιών τότε;
Η Χαλκιδική ήταν κάτι σαν µακρινός εξωτικός παράδεισος. Οι στάσεις που µας πήγαινε το καραβάκι, ήταν η Χαλκιδική του τότε. Μόνο που όλα αυτά δεν έχουν καµιά σχέση µε τον κινηµατογράφο.
Πότε έρχεται η επαφή µε τον κινηµατογράφο;
Κατ’ αρχάς, αυτό το πρώτο σοκ µε την εικόνα, έγινε στις αίθουσες. Τηλεόραση πρωτοείδα στα 14. Μέχρι τότε, αλλά και µετά, σινεµά κάθε Σαββατοκύριακο το χειµώνα και κατά βούληση το καλοκαίρι. Μεγάλωσα στην πιο κινηµατογραφική περιοχή της Θεσσαλονίκης. Η Βασιλίσσης Όλγας ήταν µια τεράστια κινηµατογραφική πιάτσα, µε τουλάχιστον 30 σινεµά. Σήµερα, από όλα αυτά υπάρχει µόνο ένα: το «Κολοσσαίον».
Ο κινηµατογράφος ήταν η βασική σου διασκέδαση όταν ήσουν παιδί;
Ακριβώς. Κατά κανόνα, οι αίθουσες είχαν διπλό πρόγραµµα. Πήγαινα, ας πούµε, στον «Κρόνο» κι έβλεπα τον Αιχµάλωτο της Ζέντα και τον Τάρας Μπούλµπα. Μ’ άρεσε τόσο να πηγαίνω σινεµά, που δεν είχα πρόβληµα να πάω µόνος, κι ούτε από το σπίτι τούς πείραζε.
Και τα Ακατάλληλα ήταν το απόλυτο όνειρο;
Όχι. Τα πράγµατα ήταν πολύ ελαστικά. Τελείως τυχαία, θυµάµαι, ένα Σάββατο µεσηµέρι πήγα στο «Ρεξ» και είδα, 12 χρονών, τις Άγριες φράουλες του Μπέργκµαν. ∆εν µπορούσα να κοιµηθώ για ένα µήνα. Τροµοκρατήθηκα. Έβλεπα εφιάλτες µε το φέρετρο να περνάει κάτω απ’ το παράθυρο. Ξυπνούσα και νόµιζα ότι άκουγα τις οπλές του αλόγου.
Συναντήθηκες µε τον Μπέργκµαν λίγο περίεργα..
Η πρώτη ταινία τρόµου που έχω δει στη ζωή µου, ήταν οι Άγριες φράουλες!
Την είδες µόνος τη ταινία;
Από τη δευτέρα-τρίτη δηµοτικού, πήγαινα µόνος.
Κάτι που, σήµερα, είναι αδιανόητο.
∆εν υπήρχε καµία αίσθηση ανασφάλειας. Κοιµόµασταν µε ανοιχτά παράθυρα. ∆εν κλειδώναµε ποτέ τις πόρτες. Μέχρι να ’ρθει ο Παγκρατίδης... Το καλοκαίρι, υπήρχε και µια εξτρά διάσταση: πώς θα δούµε τσάµπα την ταινία. Το χαρτζιλίκι υπήρχε, αλλά ήταν η απόλαυση του να δεις έτσι ένοχα την ταινία και µάλιστα, την ακατάλληλη.
Οι γονείς σου είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση µε τον κινηµατογράφο;
Όχι. Ο πατέρας µου έβλεπε ουέστερν και πολεµικά· η µητέρα µου, αισθηµατικά έως και Ναργκίς, όπως ο περισσότερος κόσµος. Θα ’λεγα ότι είµαι τελείως αυτοδίδακτος κινηµατογραφικά.



Μπαίνοντας στο πανεπιστήµιο, είσαι πια κινηµατογραφόφιλος.
Έχω γνωριστεί µε τον ∆ερµετζόγλου, τον Ακτσόγλου και τους άλλους, έχουµε κάνει τον θρυλικό ΦΟΚΘ, και κάθε Σαββατοκύριακο κάνουµε προβολές µε χίλια άτοµα στο αµφιθέατρο της φυσικοµαθηµατικής. Βγάζουµε κι ένα έντυπο, στον πολύγραφο, τα «Τετράδια Κινηµατογράφου», όπου και τα πρώτα µας γραπτά.
Λίγο αργότερα, βγάζετε κι ένα περιοδικό, την «Οθόνη». Τα σινεµά εξακολουθούσαν να παίζουν τον ίδιο σηµαντικό ρόλο;
Όχι µόνο, αλλά ήταν και τα πιο χαρακτηριστικά σηµεία για τη γεωγραφία της πόλης. Τα ραντεβού όλα τα δίναµε σε σχέση µε κάποιο κινηµατογράφο, κάτι που κάνω ακόµα και σήµερα. Όταν µου λέει κάποιος: «Μένω εκεί», αυτόµατα λέω: «Κοντά στον παλιό “Έσπερο”; Απέναντι από τα “∆ιονύσια”;». Όµως ήταν µια εποχή τότε που η Θεσσαλονίκη ήταν πραγµατικά µια κινηµατογραφική πόλη.
Να σκεφτείς ότι έκανε το 1/3 των εισιτηρίων της Αθήνας, όταν σήµερα κάνει το 1/8 ή το 1/10. Και το Πανεπιστήµιο, την εποχή που ήµουν φοιτητής, ήταν βασικός τροφοδότης της κινηµατογραφοφιλικής συνείδησης της πόλης.
Ο δρόµος σου προς τον κινηµατογράφο είχε κάποιο κοµβικό σηµείο, κάποια ταινία που σε επηρέασε ή κάποιο πρόσωπο που έγινε οδηγός; 
Όχι. Είναι κάτι που έγινε σιγά σιγά, µέσα από τη συνεχή επαφή µε τις ταινίες. Η στιγµή που µπορώ να εντοπίσω ως κοµβική, είναι όταν συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν κριτικοί ταινιών και κριτικοί κινηµατογράφου· δηλαδή, κάποιοι που γράφουν απλά για µια ταινία, κάτι που µπορεί να κάνει ο καθένας, κι αυτοί που γράφουν έχοντας ένα σύστηµα αναφοράς πίσω τους. Κι έτσι, έχοντας τον Ραφαηλίδη ως αφορµή, σκεφτόµουν ότι κριτικός κινηµατογράφου είναι ένας πολύ περίεργος, αλλά και πολύ τυχερός, τύπος, που κάνει έρευνα για κάθε ταινία για την οποία γράφει. Έβλεπα, δηλαδή, ότι ο κινηµατογράφος είναι πηγή γνώσης. Πέρα απ’ το ότι σου µαθαίνει να στρώνεις το κρεβάτι σου,
όπως έλεγε κι ο Τριφό, σε βάζει και σ’ ένα διαρκές τριπ να ψάξεις.
Ανέκαθεν θεωρούσα ότι ο κινηµατογράφος είναι αυτό που έλεγε ο Μπαζέν: «παράθυρο στον κόσµο». Γι αυτό µ’ αρέσει τόσο το ντοκιµαντέρ – µε ξετρελαίνει. Και πιστεύω (δεν ξέρω, ∆ηµήτρη, αν συµφωνείς) ότι κάθε µεγάλη ταινία είναι ταυτόχρονα ντοκιµαντέρ και µυθοπλασία. Βέβαια, πρέπει
να σου πω ότι, αν και µ’ αρέσουν όλα τα είδη, τελικά, µε το χρόνο, βλέπω ότι αυτό που µε αγγίζει πραγµατικά σήµερα, είναι ο κινηµατογράφος στο ύψος του ανθρώπου, ο κινηµατογράφος που εί-
ναι φέτες ζωής, ο ρεαλιστικός κινηµατογράφος...
Τι σε ιντρίγκαρε πιο πολύ στην αρχή; Υπήρχαν κάποια είδη, κάποιες ιστορίες;
Στην αρχή, ακολουθείς κάποιους ηθοποιούς, κάποιους σταρ. Μέσα απ’ τον Ντελόν της Συµµορίας των Σικελών πας στον Βισκόντι όπου παίζει και ο Ντελόν, κι ανακαλύπτεις έναν άλλο κινηµατογρά-
φο. Μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η χρήση των σταρ στον Χίτσκοκ. Εξυπηρετεί απόλυτα τους στόχους και, ταυτόχρονα, είναι όλοι ευχαριστηµένοι: κοινό, παραγωγοί και ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Είναι µια µοναδική περίπτωση, και τη δίνω σαν συνταγή ακόµα και στον γιο µου για το σχολείο του. Του λέω: «Θ’ ακολουθήσεις το “Σύστηµα Χίτσκοκ”».


Σε είχε κερδίσει ο κινηµατογράφος, αλλά προχώρησες σε σπουδές Νοµικής. Γιατί;
Το «Σύστηµα Χίτσκοκ».
Όλοι ευχαριστηµένοι!
Ακριβώς!
Κάπως έτσι τελειώνεις τη Νοµική.
Κι αντί να γίνω δικηγόρος, φεύγω για το Παρίσι, όπου κάνω διδακτορικό µε θέµα «Το φαντασιακό στα µαζικά µέσα επικοινωνίας», ακολουθώντας πάντα το «Σύστηµα Χίτσκοκ». Γαλλικά, στην ουσία,
έµαθα διαβάζοντας «Cahiers du Cinéma», µε το λεξικό στο χέρι. Αλτουσέρ, Μπαρτ, Μποντριγιάρ ήταν τα πρόσωπα-αναφορές.
Όταν γυρίζεις, όµως, έχουµε την ανατροπή.
Τελείως τυχαία. Επιστρέφω για ν’ ακολουθήσω πανεπιστηµιακή καριέρα στην Πάντειο, και µπαίνω, µετά από µια τυχαία συνάντηση µε τον Μητρόπουλο, στη διανοµή. Για να επικυρωθεί και µια
ατάκα που έχω: «Αν ζεις για τον κινηµατογράφο, θα ζήσεις κι απ’ τον κινηµατογράφο»! ∆ουλεύω, λοιπόν, στη «Νέα Κίνηση» και, δύο χρόνια αργότερα, στήνουµε –µε τον Μητρόπουλο, πάντα– την
«Προοπτική». Τα πρώτα χρόνια στην «Προοπτική» ήταν και τα πιο ωραία, αφού δεν αγοράζαµε ταινίες-πακέτα, αλλά ταινίες που βλέπαµε πριν και διαλέγαµε, ενώ, παράλληλα, είχαµε πάρει το «Στούντιο» στην Πλατεία Αµερικής, όπου φέρναµε νέους, άγνωστους σκηνοθέτες.
Μετά τα έξι χρόνια στην «Προοπτική», το µικρόβιο σε έτρωγε πάλι. 
Το περιοδικό. Λέω µια µέρα στον τυπογράφο που στεγαζόταν κάτω απ’ τα γραφεία µας, στην Κωλέττη: «Θέλω να βγάλω ένα περιοδικό για κινηµατογράφο». «∆εν ανεβαίνεις» µου λέει, «καλύτερα στον 6ο να πηδήξεις;»
Και τελικά ίδρυσες το «Σινεµά», το πιο µακρόβιο κινηµατογραφικό περιοδικό στην Ελλάδα, µε πάνω από 200 τεύχη και σχεδόν 20 χρόνια παρουσία.
Τα γραφεία ήταν στο πατάρι του «Στούντιο» και, µε ένα τεύχος-οδηγό, µαζεύτηκαν πολλά νέα παιδιά που ήθελαν να συνεργαστούν: Κουτσογιαννόπουλος, Εκσιέλ, Ζουµπουλάκης, Κρασσακόπουλος,
Τριανταφυλλίδης, Σωτηροπούλου. Βέβαια, τα πράγµατα δεν ήταν εύκολα. Όπως δεν ήταν εύκολα κι όταν φέρναµε µε την «Προοπτική» στο «Στούντιο» νέους, άγνωστους τότε σκηνοθέτες: Τζάρµους,
Φρίαρς, Αλµοδόβαρ. ∆εχόµουν συχνά άγριες κριτικές. Σήµερα, βέβαια, όλοι αυτοί είναι σεβαστοί. Για µένα, η πρώτη ταινία είναι αποφασιστική. Εκεί φαίνονται σχεδόν όλα: και ο σκηνοθέτης και ο δια-
νοµέας και ο κριτικός...
Υποθέτω ότι θα ’χεις ακούσει αρκετή κριτική και για το περιοδικό: ότι είναι αρκετά mainstream, ότι υποστηρίζει τον εµπορικό κινηµατογράφο...
∆εν ήταν αυτή η πρόθεση. Απλώς, προσπαθούσε, πάντα µε το «Σύστηµα Χίτσκοκ», να επιβιώσει, περνώντας µαζί µε το mainstream και πολλά νέα πράγµατα. Εξ άλλου, δεν πιστεύω ότι η επιτυχηµένη ταινία είναι εξ ορισµού ύποπτη ή κακιά. ∆υστυχώς, πολλοί κριτικοί το πιστεύουν. Αν µια ταινία κατεβαίνει λίγο απ’ τον εγκέφαλο, αν αρχίζουν να δακρύζουν τα µάτια, αν λίγο χτυπά η καρδιά, αρχίζουν οι υποψίες. ∆εν είναι καλό για έναν κριτικό να δακρύζει. Κάτι συµβαίνει, κι αυτό που συµβαίνει, δεν είναι στη σωστή κατεύθυνση.
Το έχω δει αυτό µε σκηνοθέτες όπως ο Ζουλάφσκι, για παράδειγµα, που βγάζουν συναίσθηµα. ∆εν είναι από τα φόρτε των κριτικών. Αλήθεια, είχες ποτέ το σκηνοθετικό µικρόβιο;
Ποτέ. Αυτό που πάντα µε τρώει, είναι κάτι άλλο: η περιέργεια. Γι’ αυτό κυνηγώ πάντα τις πρώτες ταινίες. Όπως δεν έχω και καµία προκατάληψη για την προέλευση µιας ταινίας. Αντίθετα, θέλω, έχω
τη περιέργεια, να δω µια ταινία από τη Σενεγάλη ή τη Σρι Λάνκα.
Ένα ένοχο µυστικό σου;
Έχω δει το Ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος έξι φορές
.

ιανοµέας ή κριτικός;
Η δουλειά του διανοµέα µ’ αρέσει πιο πολύ απ’ τη δουλειά του κριτικού. Αν το γούστο και οι επιλογές σου περνάνε σ’ ένα άλφα κοινό, είναι µια µεγάλη, αναντικατάστατη ικανοποίηση.
Κάποιο µικρόβιο, πάντως, σ’ έτρωγε συνέχεια. Από πετυχηµένος διανοµέας, γίνεσαι εκδότης, και στη συνέχεια δηµιουργείς και φεστιβάλ: τις Νύχτες Πρεµιέρας! 
Πίστευα ότι µπορεί να γίνει ένα φεστιβάλ στην Αθήνα. Το σλόγκαν µου ήταν: «Αυτό που θα κάνουµε, δεν θα είναι θεσµός. Θα είναι εθισµός!».
Στήνεις αυτό το φεστιβάλ, που είναι πια στον 14ο χρόνο, αλλά και πάλι το µικρόβιο σε τρώει. Γυρίζεις πάλι στη διανοµή, κάνεις την «Playtime», που σου δίνει την ευκαιρία να κάνεις τις δικές σου επιλογές, έχεις επιτυχίες, ανοίγεις πάλι το «Στούντιο», µια κίνηση περισσότερο συναισθηµατική παρά εµπορική, µετά περνάς στη «Rosebud» και τώρα στην «Odeon», αλλά έχεις πάντα το µικρόβιο. Ποια είναι η καινούργια ιδέα;
Σκέφτοµαι ότι η καλή ταινία έχει όλο και λιγότερο χώρο στη διανοµή. Τα µεµονωµένα σινεµά κλείνουν, τα πολυσινεµά παίζουν µόνο το mainstream. Και απορώ πώς δεν σκέφτεται κάποιος ότι ένα εναλλακτικό πολυσινεµά, ένα artplex ας το πούµε, θα ήταν µια σοβαρή πρόταση και επιχειρηµατικά. Ένας πολυκινηµατογράφος 10 αιθουσών που θα παίζει τις 20 καλύτερες ταινίες που βγήκαν τους τελευταίους τρεις µήνες, κι όπου θα πηγαίνεις χωρίς να σκέφτεσαι τι παίζει, αλλά ξέροντας ότι εκεί θα βρεις τις καλύτερες ταινίες. Αυτό είναι το τελευταίο πράγµα που θα ήθελα να κάνω.
Τελικά Γιώργο, τι είναι για σένα ο κινηµατογράφος;
Ο κινηµατογράφος ήταν πάντα για µένα η επαφή µε τον κόσµο. Αγαπώ τον κινηµατογράφο. Είναι ό,τι πιο ωραίο υπάρχει. Τα έχει όλα. Κυρίως, δύο µεγάλα χαρίσµατα: το πλάνο και το εκτός πεδίου, που συχνά τροφοδοτεί περισσότερο τη φαντασία. Γι’ αυτό και δεν αγάπησα ποτέ πραγµατικά το θέατρο.

Ο Γιώργος πιστεύει στον ρεαλιστικό κινηµατογράφο, αγαπά τις φέτες ζωής, αλλά εφαρµόζει το «Σύστηµα Χίτσκοκ», δηλαδή ένα σύστηµα που συνδέεται µε φέτες γλυκού! Οι αντιθέσεις, όµως,
δεν είναι αυτές που µας συγκροτούν; Αυτές οι ίδιες δεν είναι η ζωή µας, ο κινηµατογράφος µας;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου