Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

ODYSSEY / THE HOMER SURVEY / Dimitri Athanitis

Dimitris Athanitis

Dimitris Athanitis

Dimitris Athanitis is a truly independent filmmaker, producing all his films through his production company DNA Films. He has earned awards since his directorial debut, winning the Jury Prize at the 1994 Thessaloniki Film Festival with Adios Berlin; his second film Sympathy for the Devil was nominated for the Golden Alexander. In 2001, Australian movie critic Bill Mousoulis ranked Athanitis’s 2000+1 Shots among the year’s best ten films.


Where do you consider home?
There is no place I consider home.

What would cause you to stay away from home for 10 years?
My need to make films.

How do you define fidelity?
Fidelity seems to be blind. And that is something I could not bear.

Which idea are you most faithful to?
If I am faithful to an idea, that idea is trying to be myself.

Which modern figure, male or female, would you identify with Penelope?
Every Hollywood star is a modern Penelope even if she does not know this.

If you were casting The Odyssey today, which real-life or literary figure would you choose for the role of Antinous?
For the role of Antinous I could choose a politician. Many of them could fit perfectly.

Is beauty like Calypso’s trap?
Beauty can be a trap, if you have not tasted it yet.

What’s a modern-day equivalent of Circe’s mesmerizing powers?
All this easy publicity you can get today is the modern equivalent of Circe.

‘Arete’ is Greek for virtue. Which do you value most? Which is overrated?
Being clever is an overrated virtue. Being creative is what I value most.

Odysseus is both cunning and strong. Which trait would you choose?
I choose them both. Homer knew that these two traits work only bound as one.

What’s your biggest temptation?
To be someone else.

What disguise would you adopt if you wished to pass unnoticed?
I would take off my hat.

If eating a Lotus could make you forget just one thing, what would you want to forget?
I would like to forget–at least sometimes–myself.

In The Odyssey, greed prompts Odysseus’ men to unleash the strong winds that blow their ship off course. If Homer were writing today, what would these winds be a metaphor for?
Greed for money, greed for power.

Who are the Laestrygonians today?
Every group facing strangers behaves like Laestrygonians.

What song do you think the Sirens were singing?
“Why go” by Boy George.

Which would you try to avoid, Scylla or Charybdis?
Listening to Circe’s advice, I would try to avoid Charybdis. At least facing Scylla, you have some chances.

What’s The Odyssey’s lesson for today?
Believe in your personal journey. Discover your personal destination.

What is your Ithaka?
For me Ithaka could be Filmland. But there is no Ithaka.

Which do you think is most important, the journey or the destination?
Only the journey counts. When you arrive at your destination, you no longer think of it as a destination.

ODYSSEY magasine, Jan-Feb 2011

Η ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ / Ο. ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ


"Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε"
Οδ. Ελύτης (Μαρία Νεφέλη)

O Oρέστης Ανδρεαδάκης για τις "Τρεις Μέρες Ευτυχίας"

Είναι παράξενος ο τίτλος της ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη, διότι οι "Τρεις Μέρες Ευτυχίας" θα μπορούσαν να είναι τρεις ώρες ή τρία λεπτά ευτυχίας, αφού στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να μετρήσει αυτό το φορτίο. Ούτε οι ηρωίδες του, που παραδίδονται στον άγριο λυρισμό του αστικού τοπίου για να επανεφεύρουν την ίδια την ύπαρξή τους.



Λιτός και ακριβής, ο σκηνοθέτης του "Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο", φτιάχνει μια αρχιτεκτονική κινηματογραφική μελέτη για τον γυναικείο ψυχισμό. Θα έλεγε κανείς ότι τα κάδρα του έχουν σχεδιαστεί πάνω στη φευγαλέα φύση του συναισθήματος που άπαντες κυνηγούν με εμμονική αποφασιστικότητα: σφύζουν από ζωή, ενώ στην πραγματικότητα στοιχειώνουν το βλέμμα του θεατή με εικόνες απόκοσμης ομορφιάς.



Κάτω από το μπλε πέπλο των πλάνων του Αθανίτη κρύβεται μια απειλή- η απειλή της ευτυχίας.

ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ / Ν. ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ

Δημήτρης Αθανίτης «Το σινεμά είναι τρόπος ζωής»

Ένας outsider του εγχώριου κινηματογράφου, ο Δημήτρης Αθανίτης, επιστρέφει με την καινούργια του ταινία, «Τρεις μέρες ευτυχίας».
Ένα φιλμ παράτολμο, σιωπηρό, βασισμένο στο βλέμμα και το σώμα.
από τον Νίκο Κουρμουλή


Τρεις διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες, ενώνουν τις διαδρομές τους με τέτοιο τρόπο ώστε η κάθε μία να μην ξέρει ότι η άλλη είναι το μοιραίο πρόσωπο στην ζωή της. Πρωταγωνιστούν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Κατερίνα Φωτιάδη, Νικολίτσα Ντρίζη, Ερρίκος Λίτσης, Δημήτρης Αγαρτζίδης. Η ταινία έκανε πρεμιέρα την Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο του 17ου Διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου της Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας.
ΕΡ: Πως ξεκίνησε η ιδέα του φιλμ
ΑΠ: Ξεκίνησε πολύ παλιά και στην πορεία προσαρμόστηκε στις καταστάσεις. Μια βασική ιδέα ήταν αυτό που ζούμε σήμερα, πως το βιώνουν 3 διαφορετικά πρόσωπα. Κατέληξα σε 3 γυναίκες, διότι η θέση της γυναίκας είναι περίεργη. Μοιάζει να έχει ανέβει, να έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά στις γυναίκες δεν χαρίζεται τίποτα. Ζουν πολύ πιο έντονα τις αποφάσεις που παίρνουν. Και νομίζω πως είναι πολύ πιο δραματικά πρόσωπα. Βλέπουμε πάνω τους ανάγλυφα τα αποτελέσματα της κρίσης που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και κρίση αξιών.

ΕΡ:Ποια ήταν τα ερεθίσματα

ΑΠ:Ξεκίνησα από τρεις διαφορετικές ιστορίες. Από πρόσωπα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, από τρεις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις,(μια λούμπεν ρωσίδα, μια αστή φοιτήτρια, μια μικροαστή υπάλληλος) και στην πορεία τις συνέδεσα με έναν τρόπο καθοριστικό. Τα πρόσωπα, καταλήγουν το ένα να επηρεάζει την ζωή του άλλου. Η πρόκληση εδώ είναι διπλή: πρώτον, ξεπερνάς το ατομικό, ξεφεύγοντας από μια απλή ιστορία και το δεύτερον είναι αυτές οι τυχαίες συναντήσεις των προσώπων και κυρίως το ότι κάποιος άλλος που δεν τον ξέρεις, καθορίζει την ζωή σου. Αυτό με γοητεύει. Τις έχω βάλει να συναντιόνται με τέτοιο τρόπο ώστε η κάθε μία να μην ξέρει ότι η άλλη είναι το μοιραίο πρόσωπο στην ζωή της. Είναι 3 πρόσωπα που παλεύουν για την ευτυχία, όπως την αντιλαμβάνονται αυτά.

ΕΡ:Οι πρωταγωνίστριες

ΑΠ: Η Ιρίνα, είναι μια Ρωσίδα που αναγκάζεται να κάνει την πόρνη. Σκοπεύει να φύγει στον Καναδά. Να αλλάξει ζωή. Αυτό, αποτελεί την ευτυχία της. Όμως η «οικογένεια» στην οποία ανήκει, δεν έχει την ίδια γνώμη. Η δεύτερη κοπέλα, η Βέρα, είναι από τελείως διαφορετική τάξη. Είναι μια ευκατάστατη φοιτήτρια και έχει την αίσθηση ότι ζει σε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Έρχονται τα γεγονότα έτσι, που ανακαλύπτει τι πραγματικά συμβαίνει. Η τρίτη η Άννα, είναι μια υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο η οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί και το φάντασμα της δικιάς της οικογένειας, μιας διαλυμένης οικογένειας, έρχεται να ταράξει αυτό που πρόκειται να γίνει.

ΕΡ: Η οικογένεια, σαν βασική προϋπόθεση κοινωνικής ευτυχίας, αποτελεί τελικά μια αυταπάτη

ΑΠ: Νομίζω ότι η ελληνική οικογένεια είναι πραγματικά, πηγή δυστυχίας. Βλέποντας αυτό που γίνεται γύρω μας σήμερα, που είναι αποτέλεσμα δεκαετιών, νομίζω ότι η οικογένεια έχει παίξει καθοριστικό ρόλο. Στην Ελλάδα η οικογένεια έχει υποκαταστήσει την κοινωνία. Καταλήγει να είναι ο συνδυασμός μιας σειράς από μικρές νησίδες που είναι οι οικογένειες. Κάθε μια στον μικρόκοσμο της. Στο ότι έχουμε φτάσει σε 3 πολιτικές οικογένειες να κάνουν κουμάντο, πιστεύω πως είναι η ενδεικτική καρικατούρα αυτού που συμβαίνει σε βάθος. Η οικογένεια είναι ο βασικός διαμορφωτής της παιδείας και όχι το σχολείο. Αυτή η συνεχή μετάθεση των προβλημάτων σε ένα αόρατο κράτος που εν είδη Θεού θα τα λύσει όλα και όλοι απαιτούν κάτι, εκτός του ότι είναι αβάσιμο είναι και ύποπτο, διότι ουσιαστικά οδηγεί στην αποποίηση των ευθυνών.

ΕΡ:Το σεξ, τι ρόλο παίζει στην ταινία

ΑΠ:Ομολογώ ότι το σεξ είναι ουσιαστικό συστατικό της ζωής. Πιο εύστοχα, θα έλεγα ο έρωτας. Δεν μπορώ να φανταστώ την απουσία του σε μια ιστορία οργανική που θα με αγγίξει. Πιστεύω ότι η απουσία του, οδηγεί σε καταστάσεις ευνουχισμένες. Ειδικά ο έρωτας, παραπέμπει στην συνέχεια της ζωής. Γι αυτό τον λόγο είναι σημαντικές οι γυναίκες. Ο έρωτας είναι κάτι πάρα πολύ δυνατό και δεν μπορώ να μπω στην διαδικασία της απομόνωσης των συστατικών του ( π.χ σεξ, αγάπη). Οι γυναίκες έχουν να αντιμετωπίσουν πιο ακραίες αντιφάσεις, οι επιλογές τους είναι απείρως πιο δύσκολες και οδυνηρές από αυτές των αντρών. Ιντριγκάρομαι όταν οι γυναίκες δεν καταπίνουν τις επιβαλλόμενες νόρμες της κοινωνίας.

ΕΡ:Η ταινία σου έχει μια υποβλητική διάσταση. Οι ήρωες αντιδρούν στα τεκταινόμενα εσωστρεφώς.

ΑΠ:Το σινεμά είναι μια διεθνής γλώσσα. Με την σιωπή, τα πρόσωπα μπορούν να εκφραστούν μέσα από τις καταστάσεις και το βλέμμα. Με ενδιαφέρει το εκτός κάδρου πεδίο, διότι είναι αυτό που μπορεί να μας προκαλέσει σαν θεατές και μέσα από την διαδικασία της αφαίρεσης να έχεις ένα αντικείμενο πιο πλούσιο, πιο πολύπλοκο. Βάζεις έτσι τον θεατή σε μια εγρήγορση. Το σινεμά που με ενδιαφέρει είναι αυτό που σε ταξιδεύει. Δεν μπορεί να είναι απλά μια διάλεξη, ένα εγκεφαλικό πράγμα. Στην ταινία μου για παράδειγμα δεν υπάρχουν καλοί-κακοί. Οι ηρωίδες μου ενώ υποφέρουν, δεν είναι άγγελοι. Η ταινία μέσα από την αφαίρεση, δεν προσδοκά να βάλει τον θεατή στην αναπαυτική θέση του «καλού» και να απενοχοποιηθεί. Για μένα οι «3 μέρες ευτυχίας» είναι μια αισιόδοξη ταινία. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, όταν αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα, όταν κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη ακόμη και αν σου προκαλεί φόβο, δεν μπορεί παρά να προχωρήσεις. Αυτό είναι αισιόδοξο. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι δηλαδή, να είσαι στρουθοκάμηλος; Να υψώσεις μια ροζ σημαία πιστεύοντας ότι όλα είναι καλά ενώ βουλιάζεις; Αυτό είναι πρέζα.


-ΕΡ:Από τι παρακινείσαι για να γεννήσεις και να λες ιστορίες μέσα από εικόνες

ΑΠ:Παίρνω ερεθίσματα από αντιδιαμετρικούς χώρους. Η συνάντηση των αντιθέτων, ανάβει τους σπινθήρες. Παρακινούμαι μέσα από την επαφή με το πρωτογενές υλικό, τους ανθρώπους. Με τους ήρωές μου έχω μια περίεργη σχέση. Βρίσκω τα πρόσωπα, κάτω από συνθήκες που δεν είναι τόσο προφανής. Έχω καταλήξει πως με κάποιο μαγικό τρόπο τα συναντάς. Για μένα το σινεμά είναι προέκταση της ζωής μου. Από την μια μεριά το αντιμετωπίζω απολύτως επαγγελματικά, από την άλλη είναι τρόπος ζωής. Δεν μπορώ να φανταστώ το εκτός. Ακόμη και όταν δεν γυρίζω, σκέφτομαι εικόνες, πλάθω ιστορίες. Δεν πιστεύω στην τέχνη υποκατάστατο. Δηλαδή κάνω μια απλοϊκή ζωή και μέσα από το σινεμά ζω τα φαντάσματα μου. Το σινεμά είναι μια υπέρβαση της ζωής που ζεις και αυτή σαν μια υπέρβαση του σινεμά που κάνεις.

ΕΡ:Η ταινία έχει μια δυνατή αίσθηση εντοπιότητας.
ΑΠ:Έχω περπατήσει την πόλη και έχω έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους της. Η τέχνη θέλει την συγκατάθεση μας, πάντα. Δεν μπορείς να βάλεις έτσι, μια συμφωνία του Μπετόβεν και να πέσει ο κόσμος ξερός. Το αντίθετο θα συμβεί. Με ιντριγκάρει ένα σινεμά που μπορεί να έχει πολλές διαστάσεις και άποψη. Μου αρέσει ένα σινεμά που εκκινεί από μια συγκεκριμένη βάση και να απευθύνεται στον κόσμο. Η λειτουργία της τέχνης για μένα είναι η υπέρβαση. Ενώ η ταινία ξεκινά από ένα ρεαλισμό, που εξάλλου δεν εγκαταλείπω ποτέ, επιχειρεί μια σειρά υπερβάσεων. Η τέχνη τελικά είναι μυστήριο.
ΕΡ:Με τον κινηματογραφικό νόμο που βρισκόμαστε σήμερα

ΑΠ:Είμαστε στην ύπαρξη ενός νόμου, όμως στην πράξη υπάρχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Το ΕΚΚ φέτος δεν θα παράγει καμία ταινία. Τα ελάχιστα που έχει πάρει θα δοθούν σε αυτά που χρωστάει. Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα και αυτό θα φανεί τα επόμενα χρόνια. Είμαι ένας από αυτούς στους οποίους χρωστάει. Ναι μεν υπάρχει κρίση, το καταλαβαίνω, αλλά όταν μια τέχνη προβάλλει την Ελλάδα παντού με έναν μοντέρνο τρόπο, παίρνει διακρίσεις, πηγαίνει στα Όσκαρ, να την πετάς σαν κλοτσοσκούφι στο πουθενά. Και την ίδια στιγμή να επιδοτούνται εισαγόμενες παραστάσεις, ιδρύματα που δεν παράγουν καθόλου πολιτισμό, προωθώντας έτσι μια λογική μεταποίησης. Θα σου πω ότι τα λεφτά που έχω πάρει και για τις έξι ταινίες, είναι τα λεφτά που παίρνει μια μέση ελληνική ταινία. Δεν είναι μόνο το θέμα των χρημάτων, αλλά το θέμα της στάσης. Επειδή η ταινία μου κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ Αθηνών, δεν το δέχεται η Θεσσαλονίκη. Η ταινία μου δεν είναι στο διαγωνιστικό, αλλά στο τμήμα του Πανοράματος. Μιλάμε για τον απόλυτο παραλογισμό. Σε ένα κρατικό φεστιβάλ που επενδύονται ελληνικά λεφτά, πρέπει να προβάλεις το προϊόν σου, να το εξαγάγεις και να το απλώσεις στην αγορά. Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν επιδοτούνται για να κάνουν εισαγωγές.

ΕΡ:Είναι δομικό πρόβλημα του κράτους ότι ο πολιτισμός είναι στην άκρη

ΑΠ:Σαφώς και είναι δομικό πρόβλημα. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την διαφορά ανάμεσα στο ζην και στο ευ ζην. Πρέπει να ξανασκεφτούμε σοβαρά κάποια πράγματα και ο πολιτισμός να πάρει έναν δρόμο. Κακά τα ψέματα ο πολιτισμός είναι απαξιωμένος, γιατί κλοτσοσκούφι έχουν γίνει οι αξίες μας. Έχουμε μάθει στην ευκολία, που μας οδηγεί στο βούλιαγμα.

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ
Ο Κόσμος του Επενδυτή, Σάβαττο 17-Κυριακή 18/92011

ΠΡΕΜΙΕΡΑ / ΦΩΤΟ















Δημοσίευση ανάρτησης



ΠΡΕΜΙΕΡΑ / ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Ο Δημήτρης Αθανίτης, γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες σκηνοθέτες, παρουσιάζει στο κοινό του φεστιβάλ την ομάδα του “Τρείς Μέρες Ευτυχίας

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, παρουσιάζει τον Δημήτρη Αθανίτη και τη νέα του ταινία “Τρεις Μέρες Ευτυχίας“

HELLS FILM: ΑΝΤΙΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Hellas Film: Αντίο Βερολίνο (1994)

21 Σεπτεμβρίου 2011 | SevenArt.gr

Αντίο Βερολίνο (2005) του Δημήτρη Αθανίτη

Του Νέστορα Πουλάκου
(poulakos@sevenart.gr)

Σου γράφω για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Δημήτρη Αθανίτη, με αφορμή την προβολή της τελευταίας του ταινίας, “Τρεις μέρες ευτυχίας”, στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.

Το “Αντίο Βερολίνο” είναι από εκείνες τις σινεφίλ ταινίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά που μπήκαν γρήγορα στη σφαίρα του καλτ. Μινιμαλιστική προσέγγιση, ασπρόμαυρη φωτογραφία, χαμηλού προϋπολογισμού παραγωγή, μαύρο χιούμορ, παράξενοι χαρακτήρες, ατίθασες συμπεριφορές, σπασμένες επικοινωνίες, “θανατηφόρες” ατάκες, μπόλικοι ερασιτεχνισμοί στη δραματουργία.

Σημαντικό ρόλο επίσης παίζουν και τα πρόσωπα. Από τον πρωταγωνιστή, Παναγιώτη Θανασούλη, που έγινε διάσημος στα σινεφίλ στέκια από τον ρόλο του στο “Singapore Sling” του Νίκου Νικολαΐδη. Στον ποιητή από το Σουδάν, Ντίντι, γνωστό στην αθηναϊκή καλλιτεχνική πιάτσα για τα performances του. Την ευθεία αναφορά στον παραγωγό ταινιών Μαξ Ρόμαν. Και φυσικά την παρουσία στο καστ, των σκηνοθετών Δημήτρη Αθανίτη και Νίκο Τριανταφυλλίδη, σε ρόλο γκάνγκστερ.

Μεσήλικας σκηνοθέτης με μηδενική καριέρα στο Βερολίνο, και με μεγάλο του όνειρο την ταινία “Αντίο Βερολίνο”, αποδέχεται την πρόσκληση και έρχεται στην Αθήνα προκείμενου να τη γυρίσει εντέλει. Εδώ, όμως, θα βρεθεί μπλεγμένος με τη μαφία, την κοροϊδία, και την τρέλα του οποιουδήποτε.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις κάποιος, ότι η ταινία είναι αυτοαναφορική, αυτοσαρκαστική, σχεδόν αυτοκριτική, του Δημήτρη Αθανίτη. Παίζει με το μύχιο σύμπλεγμα του καλλιτέχνη, επιχειρεί το καυστικό του σχόλιο στη βιομηχανία του σινεμά και τα ντόπια κυκλώματα, ψυχαναλύει κι αυτοψυχαναλύει το άτιμο αυτό επάγγελμα.

Πολύ γρήγορα το “Αντίο Βερολίνο”, μετά και τα βραβεία που έλαβε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μπήκε στα underground κυκλώματα και στέκια. Στις λέσχες και στις παρέες των σινεφίλ λατρεύεται. Χαρακτήρες όπως ο γκρουμ του ξενοδοχείου, η σερβιτόρα-ψώνιο, η Γερμανίδα ηθοποιός, ο ποιητής Ντίντι, οι δυο παραγωγοί, και πολλοί άλλοι, έγιναν “ήρωες” της εναλλακτικής διασκέδασης.

Τέλος, μπορείς να βρεις ομοιότητες και με το μεταγενέστερο “No Budget Story” του Ρένου Χαραλαμπίδη.

Βαθμολογία: 5/10
Νέστορας Πουλάκος
(poulakos@sevenart.gr)

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ / SevenArt

Συνέντευξη: Δημήτρης Αθανίτης (Τρεις μέρες ευτυχίας)

12 Σεπτεμβρίου 2011 | SevenArt.gr

Συνέντευξη στον
Νέστορα Πουλάκο
(poulakos@sevenart.gr)

Με τις “Τρεις μέρες ευτυχίας”, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αθανίτης ολοκληρώνει τον προβληματισμό του για την πραγματικότητα που ζούμε κι αντιμετωπίζουμε την τελευταία δεκαετία. Αυτό το κοινωνικό του σχόλιο, που διανθίζεται με υπαρξιακές, ψυχολογικές, βαθιά ανθρώπινες πινελιές, ξεκίνησε με την ταινία “2000+1 Στιγμές” για τον ερχομό του νέου αιώνα.

Συνεχίστηκε με την ταινία “Πόλη των θαυμάτων”, μια πολύ-πολιτισμική προσέγγιση της Αθήνας των Ολυμπιακών Αγώνων. Για να ολοκληρωθεί φέτος με τις “Τρεις μέρες ευτυχίας”. Και πάλι ο Αθανίτης συνθέτει μια σπονδυλωτή ταινία, που διατρέχεται από τρεις ιστορίες γυναικών οι οποίες ψάχνουν την ευτυχία τους, την ουτοπία τους, τη σωτηρία τους.

Με την τελευταία του ταινία, ο Αθανίτης μιλά για τις δυσκολίες της εποχής που ζούμε, μέσα από τους θεσμούς της οικογένειας, του γάμου, της φιλίας, της αγάπης που εμπνέει τις σχέσεις εν γένει. Και πάλι στη μουντή Αθήνα, διαδραματίζονται τρεις ιστορίες με σαφή προβλήματα, που όμως το φως διαφαίνεται μέσα απ’ το τούνελ.

Ο Δημήτρης Αθανίτης, ο οποίος με την πρώτη του ταινία “Αντίο Βερολίνο” έκανε αίσθηση στο ντόπιο σινεμά, μίλησε στο SevenArt λίγες μέρες πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας του ταινίας στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.

Μου είχες πει παλιότερα ότι παιδεύτηκες εντέλει με την ταινία “Τρεις μέρες ευτυχίας” προκειμένου να την ολοκληρώσεις.

Κι όντως. Τώρα που το σκέφτομαι, κοντά στα έξι χρόνια είναι που ασχολούμαι με τη συγκεκριμένη ιστορία. Πρώτα γράφτηκε το σενάριο, το οποίο και ξαναείδα όταν συμμετείχα στο Μεσογειακό Ινστιτούτο Κινηματογράφου στη Νίσυρο. Μετά, με παίδεψε το κάστινγκ. Είδα πολύ κόσμο, ιδίως εκατοντάδες κοπέλες για τους τρεις κεντρικούς ρόλους. Και στη συνέχεια ξέρεις, έπρεπε να λυθεί το οικονομικό θέμα, καθότι ακόμη κι αν εγκρίθηκε η χρηματοδότηση μου από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, με δυσκολία αποταμιεύεται. Πλην όλων αυτών, εξετάζω πλέον και το ενδεχόμενο, σε μελλοντική ταινία μου, να μην μπω στην αγχώδη και κοπιώδη διαδικασία του σφιχτού προγράμματος γυρισμάτων. Καλύτερο θα είναι να απλώνεται αυτό το κομμάτι σε βάθος χρόνου.

Και πάλι σκηνοθετείς μια σπονδυλωτή ιστορία, όπως έγινε στις δυο προηγούμενες ταινίες σου. Γιατί αυτό;

Με ενδιαφέρει πολύ να περιπλέκονται με κάποιο τρόπο ιστορίες προσώπων, που φαινομενικά δεν έχουν κάποια σχέση. Υπάρχει όμως μια συνισταμένη που τους απασχολεί. Για παράδειγμα, στις “Τρεις μέρες ευτυχίας” οι τρεις κοπέλες ψάχνουν να βρουν τη διέξοδό τους, να ξεφύγουν από αυτά που τους απασχολούν, τα προβλήματά τους αν θες. Και κάπως εκεί “συναντιούνται”. Τα τρία αυτά κορίτσια μπορεί να μην έχουν κοινά σε μια πρώτη εικόνα, όμως εντέλει μοιάζουν τόσο πολύ στο βάθος.

Ποιος είναι δηλαδή ο παράγοντας αυτός που τις κρατάει πίσω;

Εκεί που εντοπίζεται το πρόβλημα βασικά, είναι στην οικογένεια. Τις κρατάει πίσω, ουσιαστικά τις διαλύει. Η μια κοπέλα, η Βέρα, με το πέρας των σπουδών της επιστρέφει στο σπίτι της και σε μια οικογένεια που, εν ολίγοις, δεν “γνωρίζει”. Η δεύτερη κοπέλα, η Ιρίνα, που εκδίδεται από την ίδια της την οικογένεια θέλει να ξεφύγει, και να μεταναστεύσει. Η τελευταία κοπέλα, η Άννα, προσπαθεί να ζήσει έχοντας βαθιά ριζωμένη μέσα της τη διαλυμένη οικογένεια της.

Επομένως καταπιάνεσαι με ένα θέμα που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία;

Σαφώς. Είμαστε ακόμη, ένας λαός, μια κοινωνία που στηρίζεται στην οικογένεια. Δεν έχουμε ξεφύγει από αυτό. Βέβαια, το γεγονός αυτό που μπορεί να έχει πολλά καλά, δημιουργεί σε αναρίθμητες περιπτώσεις και προβλήματα. Το κυριότερο από αυτά είναι ότι από την υπερβολική αγάπη που δίνει στο παιδί, λειτουργεί ταυτόχρονα ανασταλτικά για την εξέλιξη του, τα θέλω του. Υπάρχει κάτι κλειστό στις ελληνικές οικογένειες. Και επικρατεί η συλλογιστική "εμείς και οι άλλοι". Η πάρτη μας, δηλαδή. Κάτι το οποίο χαρακτηρίζει εν γένει την κοινωνία μας, σε πολλά επίπεδα και σε όλους τους θεσμούς της.

Υπάρχει αισιοδοξία σε αυτό το σκηνικό που περιγράφεις στην ταινία σου;

Καταρχάς ο τίτλος είναι ειρωνικός. Σαφώς και τα τρία αυτά κορίτσια δεν βιώνουν κάποιου είδους ευτυχία στις καταστάσεις που βρίσκονται. Παρόλο τον προβληματισμό που υπάρχει όμως, η ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί αρκεί να κυνηγήσουν αυτό το οποίο πραγματικά θέλουν, και να ξεφύγουν από αυτό το οποίο είναι “φυλακισμένες”.

Αν και δικό σου “παιδί”, ποια πιστεύεις ότι θα είναι η πορεία της ταινίας σου;

Δεν τρέφω αυταπάτες, ξέρω ότι έχω κάνει μια σινεφίλ ταινία, που όμως είναι επίκαιρη και μπορεί να απασχολήσει πολύ κόσμο της εποχής και της νέας γενιάς. Θέλω να πιστεύω ότι θα έχει μια καλή πορεία στα φεστιβάλ όπου θα προβληθεί, κι ελπίζω να βρει διανομή μες στο χρόνο και να παίξει στις αίθουσες. Το τελευταίο είναι και το πλέον δύσκολο.

Κλείνοντας, θέλω το σχόλιο σου για τα παρακάτω μια και είσαι από τους πλέον ενεργούς με τα κοινά, κινηματογραφιστές της χώρας. Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, νέος κινηματογραφικός νόμος, Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη, Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.

Για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θεωρώ πως κινείται στη σωστή κατεύθυνση με τον διορισμό του Δημάρχου κ. Μπουτάρη ως Προέδρου του. Η στροφή που πρέπει να κάνει προς την πόλη η διοργάνωση είναι επιβεβλημένη. Με τη διόγκωση της τελευταίας δεκαετίας είχε χάσει την τοπική ταυτότητά του. Βέβαια, θεωρώ “φάουλ” το νέο κανονισμό του, με τον οποίο “πετά” απ’ έξω ελληνικές ταινίες που έχουν κάνει πρεμιέρα σε άλλα φεστιβάλ. Δεν τους δίνει τη δυνατότητα να προβληθούν ούτε στο Πανόραμα του. Για το νέο κινηματογραφικό νόμο που πιστεύω ότι βρίσκεται σε σωστό πλαίσιο, νομίζω ότι δεν πρέπει να μείνει στα χαρτιά και να εφαρμοστεί άμεσα. Για τους Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη, των οποίων είμαι και μέλος, θεωρώ ότι οφείλουν να ενεργοποιηθούν ξανά. Έχουν αποτραβηχτεί αδικαιολόγητα. Για την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (Σ.σ. είναι Γενικός Γραμματέας) πιστεύω ότι γίνεται πολύ καλή δουλειά, κάτι που έχει φανεί ήδη. Στη συνεδρίαση του φθινοπώρου θα συζητηθούν εκτενώς κι όλα εκείνα τα λάθη που μπορεί να έχει το καταστατικό της, ώστε να διορθωθούν.


Νέστορας Πουλάκος


H AΘΗΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ

Συνέντευξη στην Αντα Νταλιάκα / Εθνος

"Είναι μια σκληρή ταινία, που δεν χαϊδεύει", λέει ο σκηνοθέτης για τις "Τρεις μέρες ευτυχίας", που θα ανοίξουν τον κύκλο των ελληνικών ταινιών στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας "Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x"

Ο Δημήτρης Αθανίτης δηλώνει πως οι  Τρεις μέρες ευτυχίας  είναι μια ταινία βαθιά αισιόδοξη
Ο Δημήτρης Αθανίτης δηλώνει πως οι "Τρεις μέρες ευτυχίας" είναι μια ταινία βαθιά αισιόδοξη

Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, που τον Νοέμβριο κλείνει δύο χρόνια ζωής, ο Δημήτρης Αθανίτης επιστρέφει φέτος με το δράμα "Τρεις μέρες ευτυχίας", την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά την "Πόλη των θαυμάτων", το 2005, για την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων. Oμως, η Αθήνα, μέσα από την εικόνα της οποίας συνηθίζει να φιλτράρει τις ιστορίες των ηρώων του, έχει αλλάξει. Ο ίδιος μας εξηγεί πώς.

Οι ηρωίδες σας είναι εγκλωβισμένες σε προσωπικά αδιέξοδα. Σε μια δυστυχισμένη φάση της ζωής τους, στην οποία αναζητούν την ευτυχία. Γιατί κάνατε μια τόσο απαισιόδοξη ταινία;

Οι "Τρεις Μέρες Ευτυχίας" είναι πράγματι μια σκληρή ταινία. Μια ταινία που δεν χαϊδεύει. Ομως αυτό δεν την κάνει καθόλου απαισιόδοξη. Η Ιρίνα, η Αννα και η Βέρα είναι τρεις νέες γυναίκες που δεν αποδέχονται τους όρους που το περιβάλλον τους βάζει. Παλεύουν για να ζήσουν όπως αυτές θέλουν. Από αυτή την άποψη, η ταινία είναι βαθιά αισιόδοξη. Ασχετα από το αν θα φτάσουν την "ευτυχία", οι ηρωίδες μου είναι δυνατά πρόσωπα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν δεν είναι καθόλου προσωπικά. Είναι κοινωνικά. Είναι τρεις ηρωίδες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, που βρίσκονται σε μια "ευτυχισμένη" φάση της ζωής τους. Μόνο που η πραγματικότητα εισβάλλει αμείλικτη.

Τι είναι για εσάς σήμερα η Αθήνα; Το μπλε χρώμα κάνει τα σχήματά της να φαίνονται ιδιαίτερα αποκρουστικά.

Κώστας Ξυκομηνός και Λουκία Πιστιόλα στο φιλμ
Κώστας Ξυκομηνός και Λουκία Πιστιόλα στο φιλμ

Η Αθήνα είναι ο καθρέφτης της ζωής μας. Οι αντιφάσεις της κοινωνίας μας, αυτά που ζούμε, αυτά που έζησαν άλλοι πριν από μας, είναι γραμμένα πάνω στους δρόμους, στα κτίρια, σε κάθε λεπτομέρεια της πόλης. Ψάχνω να βρω την ομορφιά μέσα σ' αυτό το παραμορφωμένο περιβάλλον, που σχεδόν έχουμε σταματήσει να βλέπουμε. Κι αν όλα είναι βουτηγμένα στο μπλε, είναι γιατί έτσι τα νιώθουν. Αν αυτό που βλέπουν μοιάζει με κόλαση, είναι γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα.

Το στόρι έχει τις γυναίκες σε πρώτο πλάνο, όπως συνηθίζετε στα έργα σας. Οι γυναίκες μοιάζουν να είναι τα θύματα, ενώ οι άντρες οι θύτες. Ισχύει αυτό;

Οσο και να υποκρινόμαστε ότι όλοι έχουμε τις ίδιες δυνατότητες και τις ίδιες ευκαιρίες, είναι δύσκολο να κρύψουμε ότι αυτός ο κόσμος παραμένει βασικά αντρικός. Οι γυναίκες έχουν έναν πολύπλοκο και απίστευτα πιο δύσκολο ρόλο σήμερα. Γι' αυτό τις βάζω σε πρώτο πλάνο. Δεν είναι, όμως, μόνο θύματα οι ηρωίδες μου. Είναι και θύτες. Είναι ευαίσθητες αλλά και σκληρές. Στην ουσία, είναι λιγότερο συμβιβασμένες από τους άντρες που έχουν δίπλα τους.

Τα οικογενειακά σχήματα που τις περιβάλλουν είναι κατεστραμμένα. Η οικογένεια ως εστία καταπίεσης είναι ένα ζήτημα που ανακύπτει στις ελληνικές ταινίες συχνά-πυκνά τελευταία.

Η οικογένεια βρίσκεται στην καρδιά της κρίσης που ζούμε. Η οικογένεια βρίσκεται πίσω από τη διαστρέβλωση όλων των αξιών. Η οικογένεια, με ή χωρίς εισαγωγικά, έχει βάλει το στενό συμφέρον στη θέση του κοινωνικού, σαν υπέρτατη αξία. Απέναντι στην οικογένεια επαναστατούν οι ηρωίδες μου. Εβαλα τρεις ιστορίες, τρεις ηρωίδες, πολύ διαφορετικές, από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους, γιατί δεν με ενδιέφερε να δείξω μια ατομική περίπτωση. Μέσα από τις ιστορίες τους, που όμως τελικά συνδέονται καθοριστικά, η οικογένεια αναδεικνύεται πηγή δυστυχίας.

Γυρίζετε ταινίες στην Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια. Πόσο δύσκολο σας ήταν να κάνετε αυτή την ταινία; Θα επιβιώσει το ελληνικό σινεμά από την οικονομική ανέχεια που πρέπει να αντιμετωπίσει;

Πάντα ήταν δύσκολο να κάνεις ταινίες στην Ελλάδα, τώρα πολύ περισσότερο. Το 1993 έκανα την πρώτη μικρού μήκους μου, με τίτλο "Φιλοσοφία". Το θέμα; Η ελληνική οικονομία καταρρέει, ο πρόεδρος αναγγέλλει πτώχευση και καλεί στη μόνη εναπομένουσα δραστηριότητα. Φιλοσοφία! Μέσα από τον σαρκασμό της η ταινία ήταν προφητική. Αυτό που χρειαζόμαστε πιο πολύ κι από οξυγόνο αυτήν τη στιγμή σαν κοινωνία είναι ένα νέο συλλογικό όραμα. Ναι, το σινεμά θα επιβιώσει, γιατί δεν μπορούμε να σταματήσουμε να αναπνέουμε, να σκεφτόμαστε, να δημιουργούμε. Η βράβευση του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμη Φιλίππου στο φεστιβάλ Βενετίας δείχνει τη δυναμική του ελληνικού σινεμά και την απόλυτη ανάγκη να υποστηριχθεί ο κινηματογράφος μας με κάθε τρόπο, ηθικά και υλικά. Δεν είναι πολυτέλεια, είναι όρος επιβίωσης.

"ΚΑΝΑΜΕ ΜΙΑ ΤΟΜΗ"
"Ιδρύσαμε την Ακαδημία στηριζόμενοι μόνο στον εαυτό μας. Δεν απευθυνθήκαμε στο κράτος, δεν απευθυνθήκαμε σε κανέναν φορέα. Κάναμε μια τομή, φέρνοντας αξιοκρατία και τελείως άλλο ύφος και ήθος". Ο Δ. Αθανίτης σχολιάζει τη 2χρονη πορεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Το δράμα "Τρεις μέρες ευτυχίας" ανοίγει τoν κύκλο των προβολών των ελληνικών ταινιών στις Νύχτες Πρεμιέρας Conn-X. Την ερχόμενη Παρασκευή ο Δημήτρης Αθανίτης και οι υπόλοιποι συντελεστές του φιλμ θα βρίσκονται στον κινηματογράφο Απόλλων για να το παρουσιάσουν. Η υπόθεση επικεντρώνεται σε τρεις διαφορετικές γυναίκες -την πόρνη μετανάστρια Ιρίνα (Νικόλ Ντρίζι), τη φοιτήτρια Βέρα (Κατερίνα Φωτιάδη), που χάνει τη μητέρα της (Λουκία Πιστιόλα), και την Aννα (Αλεξάνδρα Αϊδίνη), που ετοιμάζεται να παντρευτεί- καθώς οι ζωές τους δοκιμάζονται καθοριστικά κατά τη διάρκεια τριών ημερών στην πόλη της Αθήνας.

  • ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΠΡΕΜΙΕΡΑ

ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ
adaliaka@pegasus.gr

ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Συνέντευξη στο Στράτο Κερσανίδη

Η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη «Τρεις μέρες ευτυχίας» προβλήθηκε λίγες μέρες πριν στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας».

Ο σκηνοθέτης μίλησε στην Εποχή, για την ταινία αλλά και για τον ελληνικό κινηματογράφο. (Για την ταινία διαβάστε σε διπλανή στήλη).

Γιατί έχεις επιλέξει ως ηρωίδες της ταινίας τρεις γυναίκες; Μήπως επειδή τις θεωρείς πιο ευάλωτες;

Δεν ξέρω αν οι γυναίκες είναι πράγματι πιο ευάλωτες. Σίγουρα όμως βιώνουν πιο έντονα τις αντιφάσεις που μας περιβάλλουν και που γίνονται όλο και πιο έντονες.

Η Ιρίνα, η Άννα και η Βέρα πιέζονται από παντού. Ομως δεν αποδέχονται τους ρόλους που το περιβάλλον τους δίνει. Και κυρίως δεν δέχονται να παραιτηθούν από το όνειρο. Από εδώ ξεκινά κι η ιδέα του τίτλου, που κάθε άλλο παρά κυριολεκτικός είναι. Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας είναι μια σκληρή ταινία. Δεν χαιδεύει τον θεατή. Ομως για μένα αυτό είναι τελικά αισιόδοξο. Και λυτρωτικό.

Ακόμη μια ταινία σου στην οποία η παρουσία του αστικού τοπίου είναι καταλυτική. Είναι σα να πρωταγωνιστεί η πόλη. Γιατί;

Η πόλη, η Αθήνα είναι πράγματι κάτι σαν κρυφή πρωταγωνίστρια της ταινίας. Γιατί πάνω στην πόλη βλέπεις όλα τα σημάδια αυτού που συμβαίνει γύρω μας. Η εικόνα της πόλης είναι σαν εικόνα της ψυχής των ηρωίδων μου. Η πόλη που ζούμε, αυτή η πόλη που ζουν οι ηρωίδες της ταινίας είναι μια πόλη σκληρή, αδυσώπητη. Η ταινία, ακολουθώντας τες ασθματικά, διατρέχει την Αθήνα από το κέντρο μέχρι το Σχιστό, από το αεροδρόμιο μέχρι τις Τρεις Γέφυρες. Είναι τυχαίο που η πόλη είναι ένα θηλυκό όνομα;

Γιατί αν και ο τίτλος της ταινίας μιλά για 3 μέρες ευτυχίας, μάλλον η δυστυχία και η απόγνωση κυριαρχούν;

Όποιο όνομα κι αν δίνει κανείς στην ευτυχία, αυτή είναι τελικά ο στόχος και το μέτρο της ζωής μας. Πρέπει να δεις τη κόλαση γύρω σου, πρέπει να τη διασχίσεις, πρέπει να παλέψεις για να πας προς το όνειρό σου. Αν γύρω μας υπάρχει δυστυχία, δε βλέπω γιατί να φοβηθούμε να την κοιτάξουμε κατάματα. Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας μιλούν για την δυστυχία που λέγεται οικογένεια. Γιατί η ελληνική οικογένεια είναι πηγή δυστυχίας τελικά. Τόσο ατομικά, αλλά κυρίως κοινωνικά. Οι τρεις ηρωίδες μου ορθώνουν τη ζωή τους κόντρα στην «οικογένεια». Η Ιρίνα θέλει να βγει από την άθλια ζωή που της επιβάλλουν, η Βέρα ανακαλύπτει τι υπάρχει πίσω από το προσωπείο της ευτυχισμένης οικογένειας, η Άννα προσπαθεί να ξεπεράσει το φάντασμα μια διαλυμένης οικογένειας. Κι αυτό δεν είναι ούτε παιχνίδι, ούτε ανώδυνο.

Η ταινία θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης;

Η ταινία δε θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όχι γιατί δε θέλω εγώ, αλλά γιατί πρέπει να «τιμωρηθεί» που δεν θα κάνει πρεμιέρα εκεί. Ο απόλυτος παραλογισμός. Σε τι επηρεάζει το σινεφίλ κοινό της Θεσσαλονίκης τό γεγονός ότι η ταινία παίχτηκε πριν κάπου αλλου; Σε τι επηρεάζει τους ξένους παραγωγούς, κριτικούς, διανομείς που καλεί και χρυσοπληρώνει το φεστιβάλ; Σε τίποτα! Κι όμως το φεστιβάλ δεν τους δίνει τη δυνατότητα να δουν τη ταινία. Και μιλάμε για ένα απλό πανόραμα ελληνικών ταινιών. Δεν μιλάμε για διαγωνιστικό, όπου ίσως η πρεμιέρα να είχε κάποιο νόημα. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης λειτουργεί στην λογική που μας οδήγησε στη κρίση. Επιδοτεί εισαγωγές και κατανάλωση. Η Βενετία έχει δίπλα στο διεθνές, επίσημο ιταλικό διαγωνιστικό. Στις Κάννες οι μισές ταινίες είναι γαλλικές παραγωγές. Στο Βερολίνο, το ίδιο. Κι εδώ, ο παραγκωνισμός της εθνικής ταινίας είναι σημαία.

Κατά πόσο η Πολιτεία στέκεται αρωγός στον ελληνικό κινηματογράφο;

Φέτος δεν θα μπουν λεφτά ούτε σε μία νέα παραγωγή. Ναι, έχουμε κρίση, αλλά υπάρχουν ιεραρχήσεις και προτεραιότητες. Δεν μπορεί η τέχνη που εξάγει το ελληνικό όνομα τόσο δυναμικά, με συνεχή παρουσία και βραβεία σε όλα τα φεστιβάλ, τα όσκαρ, κλπ, να μένει ανενεργή χωρίς χρηματοδότηση. Και την ίδια στιγμή να χρηματοδοτούνται αφειδώς, ιδρύματα που δεν παράγουν τίποτα, εισαγόμενες παραστάσεις, κλπ. Η ανάπτυξη είναι η μόνη διέξοδος από την κρίση. Λοιπόν, το ελληνικό σινεμά είναι μια αναπτυξιακή δράση. Και μάλιστα εξάγωγική. Εξάγει σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, σε μια στιγμή που εποχή που το όνομα Ελλάδα μόνο αρνητικούς συνειρμούς προκαλεί διεθνώς.

Η ΕΠΟΧΗ 18 Σεπτεμβρίου 2011

ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ / Στράτος Κερσανίδης

Σε αναζήτηση της ευτυχίας

Τρεις γυναίκες πιασμένες στις δαγκάνες της απόγνωσης. Η Ιρίνα, η Βέρα και η Άννα ζουν εγκλωβισμένες σε μία πραγματικότητα από την οποία προσπαθούν να ξεφύγουν. Η Ιρίνα ονειρεύεται να φύγει για τον Καναδά, μακριά από την οικογένειά της που την εκδίδει. Η Βέρα ξεκινά μια νέα ζωή την ώρα που πρέπει να αντιμετωπίσει τα κρυμμένα μυστικά της οικογένειάς της. Η Άννα ετοιμάζεται να παντρευτεί θέλοντας να διώξει μακριά τα φαντάσματα μιας διαλυμένης οικογένειας που τη στοιχειώνουν. Παράλληλες διαδρομές, διασταυρούμενες με τελικό προορισμό ένα «βίαιο» πέρασμα σε μια επόμενη φάση της ζωής τους.

Ο Δημήτρης Αθανίτης στη νέα του ταινία «Τρεις μέρες ευτυχίας» μοιάζει να ειρωνεύεται, αφού δεν υπάρχει κανένα ψήγμα ευτυχία στην ταινία του. Οι ηρωίδες του βιώνουν μια δυστυχία που μοιάζει απροσπέλαστη, που τις έχει περικυκλώσει και τις βυθίζει στη μελαγχολία και την παραίτηση.

Το σκληρό κι απρόσωπο αστικό τοπίο κυριαρχεί στην ταινία. Με μια φωτογραφία σε διαφορετικούς τόνους του μπλε τονίζεται η απόγνωση των τριών γυναικών. Η Ιρίνα, η Βέρα και η Άννα δε γελούν. Δε χαμογελούν καν. Θαρρείς και γνωρίσουν πως τα όνειρά τους είναι απλά μια ψευδαίσθηση. Ψευδαίσθηση όπως πολλά πράγματα γύρω μας, όπως ο έρωτας, η ευτυχία, η ελευθερία.

Ο σκηνοθέτης ενορχηστρώνει μία μελαγχολική συμφωνία, η μελωδία της οποίας ασφυκτιά στριμωγμένη μέσα σε ένα αδιαπέραστο οικογενειακό στάτους. Σκηνοθετεί με μικρές σεκάνς, πολλές από τις οποίες μοιάζουν με φωτογραφικά ενσταντανέ. Παρατηρεί τις ηρωίδες του από απόσταση, χωρίς συναισθηματική εμπλοκή. Δημιουργεί μια αποπνικτικά μελαγχολική ατμόσφαιρα αφήνοντας τη συναισθηματική εμπλοκή στα χέρια του θεατή. Ο ίδιος φροντίζει να στήνει εξαιρετικά κάδρα αποδεικνύοντας μια ιδιαίτερη ικανότητα στυλιζαρίσματος. Δεν πέφτει όμως στη παγίδα της αυταρέσκειας, δεν αφήνει την αισθητική να κυριαρχήσει επάνω στο βαθύτερο νόημα, που είναι η μοναξιά και η απόγνωση, τα δεσμά (και όχι οι δεσμοί) της οικογένειας, η αναζήτηση του βήματος προς την ευτυχία. Μια ευτυχία που την πλησιάζουμε, με το ίστατο βήμα προς την κατάκτησή της να μοιάζει με ακροβατικό άλμα γεμάτο κινδύνους.

Μια ταινία ανθρωποκεντρική μέσα από την πάντα ιδιαίτερη ματιά του Δημήτρη Αθανίτη.

Στράτος Κερσανίδης

Η ΕΠΟΧΗ 18 Σεπτεμβρίου 2011

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

FEEL BILL

O Δημήτρης Αθανίτης μιλά με τον Μπιλ Μουσούλη



O Bill Mousoulis, ανεξάρτητος ελληνο-αυστραλός σκηνοθέτης βρέθηκε στην Αθήνα για την προβολή της ταινίας του Nocturne (Νυχτωδία), στις Νύχτες Πρεμιέρας. Ο Δημήτρης Αθανίτης είχε πολλούς λόγους για να μιλήσει μαζί του.

-Εκτιμώ ιδιαίτερα το ότι κάνεις ταινίες αποδεσμευμένος από τα χρήματα. Και, όσο μπορώ να κρίνω από τη μία ταινία σου που είδα, κάνεις ένα σινεμά συνθετικό, με σκέψη, χωρίς να ακολουθείς κάποιο γνωστό μοντέλο.

-Κάνω ένα σινεμά προσωπικό, που έχει επιρροές αλλά που τελικά είναι, νομίζω, δικό μου.

-Αν και ταινία είδους, ταινία με βαμπίρ, η ταινία σου «Νυχτωδία», επιχειρεί μια υπέρβαση του είδους. Με πλάνα από την καθημερινή Μελβούρνη, εισαγωγικά κείμενα, με ποητικούς μονολόγους αλλά και το κομμάτι του Σοπέν εκτελεσμένο ζωντανά σαν άνοιγμα και κλείσιμο, συνθέτει μια μεταφορική ματιά πάνω σε μια κοινωνία.

Επίσης μου έκανε εντύπωση ο συνδυασμός μιας φιλολογικής αίσθησης που παραπέμπει σ ένα ευρωπαικό, γαλλικό σινεμά, μαζί όμως με μια σωματικότητα, που συναντάμε κυρίως στο αμερικάνικο σινεμά.

-Πράγματι, στη σκηνή στην αποθήκη όπου τα βαμπίρ γυμνά περιτρυγιρίζουν το θύμα τους, μου είπε κάποιος ότι του θύμιζε το Σαλό του Παζολίνι, που βγάζει αυτή την αρχέγονη πλευρά του ανθρώπου. Οντως η ταινία μου, συνδυάζει μια σωματικότητα με μια φιλοσοφική πλευρά ταυτόχρονα.

-Είναι η 8η ταινία σου. Πότε ξεκίνησες σαν σκηνοθέτης;

-Ξεκίνησα το 1982, 19 χρονών, κάνοντας μόνος μου ταινίες σε σούπερ 8 και ταυτόχρονα έβλεπα πολύ σινεμά κι οι επιρροές μου ήρθαν μέσα από τον Αντονιόνι, τον Μπρεσσόν αλλά και αμερικανούς οπως ο Κάπρα ακόμη κι ο Σπίλμπεργκ Το 1993, έκανα τη πρώτη μου μεγάλου μήκους Εκανα περίπου 40 μικρές ταινίες αυτά τα 11 χρόνια, oι περισσότερες σε σούπερ 8, όπως άλωστε και οι δύο πρώτες μεγάλου μήκους.

-Είσαι και ο παραγωγός στις ταινίες σου;

-Ναι, πάντα εγώ κάνω την παραγωγή. Μια-δυο φορές είχα μια βοήθεια από κάποιους παραγωγούς. Αλλά μιλάμε πάντα για μικρά ποσά.

-Αλήθεια ποιο είναι το μπατζετ της Νυχτωδίας;

-Είναι 3.000 €. Μόνο για φαγητό και κάποια έξοδα κίνησης. Ολοι εργάσθηκαν χωρίς αμοιβή.

-Σχεδόν απίστευτο! Βέβαια είναι μια ταινία σε βίντεο, αλλά έχει στοιχεία που δίνουν αίσθηση κάποιου μπάτζετ. Και μιλάμε για μια ταινία που κάνει καριέρα σε φεστιβάλ.

-Ναι, πριν απο τις Νύχτες Πρεμιέρας ήταν στο Λονδίνο, αμέσως μετά θα πάει στο Κορκ, στο Παρίσι, στην Ολλανδία, ενώ στο Φεστιβάλ Φανταστικού στις Βρυξέλλες, ένα πολύ μεγάλο φεστιβάλ, η ταινία παίχτηκε με 900 θεατές στην αίθουσα. Εξ άλλου υπάρχει ενδιαφέρον και για διανομή από την αμερικανική εταιρεία Τrauma.

-Είναι πραγματικά εντυπωσιακό για μια κυριολεκτικά χειροποίητη ταινία. Ομως ας μην ξεχνάμε ότι έχεις και μια ιστορία πίσω σου.

-25 χρόνια σαν σκηνοθέτης με 8 μεγάλου μήκους και περίπου 80 μικρού.

-Μόνο με τον Φασμπίντερ μπορώ να σε συγκρίνω. (γέλια).

-Ναι, ο Φασμπίντερ έκανε πιο πολλές ταινίες από τα χρόνια που έζησε.

-Πες μου πως ξεκίνησες στο σινεμά. Οι γονείς σου γεννήθηκαν στην Ελλάδα.

-Γεννήθηκα στη Μελβούρνη και μεχρι τα 18, δεν είχα κάποια ιδιαίτερη σχέση με το σινεμά, η την τέχνη γενικώτερα. Οταν τελείωσα το σχολείο, για ένα χρόνο επίτηδες έμεινα σπίτι, δεν πήγα για σπουδές και πέρασα τους πρώτους έξη μήνες βλέποντας ταινίες. Ανακάλυψα τον Μπέργκμαν, τον Γκοντάρ, το αμερικάνικο σινεμά, αλλα και τότε ακόμη, δεν ήξερα αν ήθελα να κάνω σινεμά. Ολα ξεκίνησαν από μια εικόνα, που ήρθε στο μυαλό μου ένα βράδυ. Μια εικόνα που ήξερα ότι ήταν το τελευταίο πλάνο σε μια ταινία που θα ήθελα να κάνω. Και ταυτόχρονα ένιωθα ότι ήξερα την ιστορία μέχρι αυτό το τελευταίο πλάνο. Ηταν κάτι ξαφνικό, σαν αποκάλυψη. Κάτι που δεν το πριμένεις και μαζί νιώθεις ότι όλη η ζωή σου πιά θα περιστρέφεται γύρω απο αυτές τις εικόνες, το σινεμά.

-Την έκανες αυτή την ταινία;

-Την έκανα, λέγεται Doubt (Αμφιβολια). Ημουν 19 χρονών, ο πατέρας μου δεν ήθελε να ακούσει για σινεμά, η μητέρα μου όμως με βοήθησε, μού έδωσε 1000 δολλάρια για να πάρω μια κάμερα σούπερ 8, κι έτσι ξεκίνησα.

-Κάνεις και κάμερα στις ταινίες σου;

-Σπάνια πια. Αυτό που μου αρέσει και κάνω πάντα είναι το μοντάζ. Στο συνεργείο του Nocturne δούλεψαν περίπου 8 άτομα. Βέβαια γυρίζω αρκετά γρήγορα τις ταινίες μου, συνήθως σε 2-3 βδομάδες. Για το Nocturne χρειάστηκα 4 εβδομάδες, γιατί ήταν όλο νυχτερινά και άλλους τρεις μήνες για το μοντάζ.

-Υπάρχουν κι άλλοι στην Αυστραλία που κάνουν τόσο χαμηλού μπάτζετ ταινίες;

-Περίπου 30-40 ταινίες γυρίζονται μ’ αυτό τον τρόπο κάθε χρόνο. Με μπάτζετ γυρίζονται περίπου 20 ταινίες κι απ’ αυτές οι 10-12 βρίσκουν διανομή ενώ οι άλλες βγαίνουν κατευθείαν στο βίντεο. Αυτές οι «εμπορικές» ταινίες έχουν μπάτζετ στα 2-3 εκατομύρια οι περισσότερες και μερικές από 1-1,5 εκατμ. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχει ένα μεγάλο κενό και μετά περνάμε από το 1 εκατομ. που είναι το μικρότερο επιτρεπόμενο, σε ταινίες που γίνονται με 10.000.


-Αυτές οι low budget ταινίες βρίσκουν καμιά φορά διανομή;

-Είναι δύσκολο. Υπάρχει ένα αντεργκράουντ φεστιβάλ στη Μελβούρνη όπου συνήθως παίζονται και βρίσκουν διέξοδο. Τελευταία μια ταινία που έγινε μόνο με 3.000, βρήκε διανομή, επενδύθηκαν άλλες 300.000 γι αυτό και βγήκε.

-Εχουν διανομή οι ταινίες σου;

-Μερικές μόνο. Πιο εμπορική ταινία μου μέχρι στιγμής μια μικρού μήκους Between Us που έγινε το 1989 και μάλιστα με αρκετά λεφτα, 70.000.

-Ποια πιστεύεις ότι είναι η θέση σου Μπιλ, στο αυστραλέζικο σινεμά;

-Υπάρχει αντεργκράουντ, αρτ και εμπορικό, σαν τρεις μεγάλες ομάδες. Εγώ είμαι ανάμεσα στο αντεργκράουντ και το αρτ. Οι περισσότεροι στο αντεργκράουντ κάνουν κάποιο είδος, εγώ όχι. Από την άλλη, στο χώρο του αρτ, πολλοί θεωρούν πολύ ρεαλιστικό το στυλ μου, σχεδόν «άσχημο», επειδή στο χώρο αυτό συχνά η εικόνα είναι «καθαρή».

-Η αγγλική γλώσσα είναι μια βοήθεια για το αυστραλέζικο σινεμά;

-Θα νόμιζε κανείς ότι έτσι είναι αλλά τελικά ισχύει το αντίθετο. Οι αυστραλέζικες ταινίες θέλουν να είναι αμερικάνικες όμως τελικά δεν είναι. Αυτό είναι ένα γενικώτερο θέμα στην αυστραλία, η αυστραλέζικη ταυτότητα. Νιώθω τα τελευταία χρόνια κάποιο αδιέξοδο στην αυστραλία και στο τοπικό σινεμά. Σκέφτομαι σοβαρά να έρθω στην Ευρώπη, να συνεχίσω να κάνω εδώ τις ταινίες μου, στη Γαλία ίσως, η κάπου αλλού.

-Εχεις ενεργή συμμετοχή στο πολύ γνωστό και τελείως ιδιαίτερο site για το σινεμά του δημιουργού, το Senses of Cinema.

-Είχα την ιδέα γι αυτό το site και ήμουν εγώ που το ξεκίνησα με την φίλη μου Φιόνα Βιλάλα, και έχει περίπου 9 χρόνια ζωής. Ηθελα από την αρχή να κάνω κάτι σοβαρό που όμως να μην είναι ακαδημαικό αλλά ούτε και κάζουαλ. Υπήρχαν αρκετοί κριτικοί που ενδιαφέρθηκαν να γράψουν και που είχαν δημιουργική γραφή. Για 2-3 χρόνια ασχολήθηκα αποκλειστικά με το Senses of Cinema και δεν έκανα καμιά ταινία. Τώρα πια δεν ασχολούμαι ενεργά.

-Κάνεις περίπου μια ταινία τον χρόνο;

-Τα τελευταία 4 χρόνια έχω κάνει 3 ταινίες.

-Τα μπάτζετ των ταινιών αυτών είναι στα ίδαι μεγέθη με το Nocturne, δηλ. στα 3.000 €;

-Η προηγούμενη ταινία μου, Blue Notes, έγινε με 20.000 € χάρη σε μια κρατική επιχορήγηση. Την αμέσως προηγούμενη ταινία μου, Spring Rhapsody, την έκανα, δεν θα το πιστέψεις, τελείως μόνος, χωρίς καθόλου συνεργείο, μόνο με ηθοποιούς σε φυσικούς χώρους. Εκανα κάμερα, ενώ τοποθετούσα το μικρόφωνο κάπου κοντά στους ηθοποιούς για να γράφει. Ηταν η πρώτη ταινία μου σε ντίτζιταλ βίντεο. Χρησιμοποίησα μια μικρή κάμερα και χάλασα περίπου 300 ευρώ μόνο για φαγητό των ηθοποιών. Ακολούθησα την τεχνική που είχα στο σούπερ 8 και ήθελα να δω πόσο γρήγορα μπορώ να ολοκληρώσω μια μεγάλου μήκους ταινία και δεν εννοώ μόνο το γύρισμα. Ολη η ταινία μαζί με το σενάριο, χρειάστηκε 2 μήνες και μια βδομάδα για να γίνει. Από μια ιδέα δηλαδή, μέχρι την έτοιμη ταινία.

-Δεν είχες καν έτοιμο σενάριο όταν ξεκίνησες.

-Οχι. Ξεκίνησα την πρώτη μέρα της Ανοιξης, τηλεφώνησα στους ηθοποιούς, μιλήσαμε για τους χαρακτήρες και την πλοκή, και αρχίσαμε ταυτόχρονα γυρίσματα

που κράτησαν 3-4 βδομάδες. Εκανα μοντάζ για άλλες 3-4 βδομάδες και η ταινία ήταν έτοιμη. Ηθελα όπως σου είπα, να δω πόσο γρήγορα μπορώ να κάνω μια ταινία, έχοντας στο μυαλό μου το παράδειγμα του Γκοντάρ. Είχα 5 διαφορετικές ιστορίες και πολλές μέρες συναντιώμαστε χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς θα γυρίσουμε.

-Οι προηγούμενες ταινίες σου γυρίστηκαν σε φιλμ;

-Ναι, οι τρεις προηγούμενες μεγάλου μήκους έγιναν σε φιλμ 16 μμ, είχαν μεγαλύτερο κόστος και δεν έκανα εγώ κάμερα. Οι δύο πρώτες μεγάλες ταινίες μου γυρίστηκαν σε σούπερ 8.

-Οι ηθοποιοί σου είναι επαγγελματίες;

-Κάποιοι ναι, αλλά πολλοί είναι ερασιτέχνες. Τον πρωταγωνιστή στο Nocturne τον βρήκα μέσα από αγγελία που έβαλα σε εφημερίδα. Ο Αλεξ Σπήαρς δεν είχε κάνει τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή.

-Στην ταινία όμως έχει μια έντονη και κινηματογραφική, θα έλεγα παρουσία όπως και η πρωταγωνίστρια σου.

-Ηθελα ένα πρόσωπο διαφορετικό, αληθινό. Ο Αλεξ ήθελε να το κάνει σαν εμπειρία, δεν ενδιαφέρεται να κάνει καριέρα ηθοποιού. Η Βανέσσα ντε Λάργκις έχει κάνει κάποιες μικρού μήκους και έχει μια μικρή εμπειρία.

-Οι άλλοι ηθοποιοί της ταινίας;

-Ο ηθοποιός που παίζει τον Κανίβαλο, είναι ποιητής, έχει μια εμπειρία από ποιητικές παρουσιάσεις σε κοινό. Μ΄αρέσει πάντα να παίρνω ηθοποιούς που δεν έχουν εμπειρία, γιατι βγάζουν κάτι πιο αληθινό και πιο πρωτότυπο.

-Η Μελβούρνη είναι μια μεγάλη ελληνική πόλη μια κι έχει μια παροικία 300.000 ελλήνων περίπου. Παίζονται ελληνικές ταινίες στις αίθουσες;

-Γίνεται ένα φεστιβάλ ελληνικών ταινιών, το παρακολουθούν αλλά ούτε η πιο εμπορική ελληνική ταινία δεν μπορεί να σταθεί στην αίθουσα. Νομίζω ούτε καν στο βίντεο.

-Ποια είναι η κινηματογραφική γεωγραφία της Μελβούρνης;

-Υπάρχουν 30 περίπου μούλτιπλεξ με 6 αίθουσες συνήθως το κάθε ένα και μετά υπάρχουν και μεμονωμένες αίθουσες και ακόμη κάποιες αίθουσες που παίζουν ταινίες τέχνης. Η Μελβούρνη σαν μέγεθος πλησιάζει την Αθήνα, με 3-3,5 εκατομύρια κατοίκους και είναι η πόλη όπου δραστηριοποιούνται οι πιο πολλοί σκηνοθέτες στο χώρο του σινεμά τέχνης. Το Σίδνευ είναι μεγαλύτερο αλλά με πιο εμπορικό προσανατολισμό. Οι υπόλοιπες πόλεις έιναι αρκετά μικρές για να παίξουν κάποιο ουσιαστικό ρόλο.

-Τι ποσοστό καλύπτει το αυστραλιανό σινεμά μέσα στην τοπική αγορά;

-Συνήθως είναι πολύ κάτω, περίπου στο 3% των εισητηρίων. Κάποιες χρονιές ανεβαίνει στο 6%, 7%, αλλά αυτή είναι η εξαίρεση.

-Τηλεόραση και σινεμά είναι συγκοινωνούντα δοχεία στην Αυστραλία;

-Οχι απόλυτα. Υπάρχουν τηλεοπτικοί ηθοποιοί που δεν μπορούν να περάσουν στο σινεμά, όπως και σκηνοθέτες που κάνουν μόνο σινεμά.

-Σκηνοθετείς, κάνεις την παραγωγή, το μοντάζ, γράφεις και τα σενάρια των ταινιών σου;

-Τα περισσότερα είναι δικά μου αλλά στο Nocturne συνεργάστηκα μ’ ένα φίλο

πέρση ποητή. Οσο για τη μουσική, το βασικό θέμα γράφτηκε από ένα χέβυ μέταλ γκρουπ τους Spider Coat Canyon, ενώ πήρα και κομμάτια από δικές τους συλλογές.

Οπως εκτελέστηκε ζωντανά πάνω στο γύρισμα και το πρώτο κομμάτι, μια νυχτωδία του Σοπέν.

-Ηταν πολύ ενδιαφέρον αυτό το πρόσωπο, και τελείως ανεξάρτητο από όλα τα άλλα.

-Η ταινία ανοίγει και κλείνει με την πιανίστρια, και στην αρχή δεν ξέρουμε που ακριβώς παίζει, ίσως σε κάποια μεγάλη αίθουσα. Στο τέλος βλέπουμε ότι είναι μόνη, σε ένα μικρό χώρο. Σηκώνεται, βγαίνει έξω στο φως με το πρόσωπο της χλωμό σαν φάντασμα και και είναι σαν όλη η ιστορία με τα βαμπίρ να ήταν στο μυαλό της. Η σαν ολη η ταινία νε είναι μια μουσική σαν την μουσική που η ίδια παίζει.

Ο Μπιλ Μουσύλις έχει κάνει πολλές ταινίες, έχει δημιουργήσει ένα αναγνωρισμένο διεθνώς site, αλλά εξακολουθεί να κάνει σινεμά με ελάχιστα χρήματα. Αυτό είναι μια ηθική στάση αλλά και μια πρόκληση απέναντι στη λογική ενός ολόκληρου συστήματος. Αυτή η ανεξαρτησία, του δίνει την ουσιαστική καλλιτεχνική ελευθερία, να μένει έξω από τα κλισέ, και κυρίως τα κλισέ των αισθητικών και θεματικών επιλογών. έχοντας σαν κύριο στόχο αυτό το ιδιαίτερο που θέλει να εκφράσει. Ενα feeling, μια αίσθηση, όπως λέει κι ο ίδιος. Αυτό δεν είναι που τελικά μετρά πάντα στο σινεμά; Αυτό δεν είναι που μένει από μια ταινία;

Γκαλερία Κοραή, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2008, ΜΟΤΕΡ τ

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΙ

Ο Παύλος Κάγιος μιλά με τον Δημήτρη Αθανίτη


Συνήθως ένας δημοσιογράφος ανακρίνει ένα σκηνοθέτη, προσπαθώντας να φωτίσει προθέσεις, διαδρομές, κίνητρα. Ο Δημήτρης Αθανίτης ένιωσε την ανάγκη να κάνει το αντίθετο. Θέλησε να ανακαλύψει μέσα από ποιούς δρόμους οδηγείται στο σινεμά, κάποιος που γράφει γι αυτό . Ο Παύλος Κάγιος γράφει χρόνια για το σινεμά, κι είναι γνωστός από τις στήλες του στα ΝΕΑ. Ομως γράφει και μυθιστορήματα. Στο τέλος του 2008, θα εκδοθεί το τέταρτο βιβλίο του, Και με κλειστά μάτια θα βλέπω.

-Πως ανακάλυψες τον κινηματογράφο?

-Η λατρεία της μητέρας μου για το σινεμά, ήταν αυτή που μού άνοιξε τη πόρτα. Αποό πολύ μικρός, 5-6 χρονών, ήμουν κάθε βράδυ στα θερινό. Οταν 11-12 χρονών άρχισα να πηγαίνω και μόνος, το σινεμά ήταν πια, όλη μου η ζωή. Η καθημερινότητα ήταν ένας εφιάλτης, που τον θεωρούσα ένα ψέμμα. Η αληθινή ζωη ήταν στο πανί! Ελεγα ότι όταν μεγαλώσω θα ζω όπως στο σινεμά!

-Που μεγάλωσες?

-Στο Μεταξουργείο . Κολωνός, Κεραμεικός, Ακαδημία Πλάτωνος, Θησείο, αυτές οι γειτονιές ήταν ο κόσμος μου.

-Αν κάποιο Σάβαττο ή Κυριακή δε πηγαίνατε σινεμά, πως ένιωθες?

-Χαλια! Σ αυτες τις περιπτωσεις ειχαμε επιννοησει κολπα για να βλέπουμε τσάμπα έστω και λίγο από την ταινία, γιατί βέβαια δεν υπήρχε χαρτζηλίκι για εισητήριο. Αλλοτε βλέπαμε με καθρεφτάκια μέσα από χαραμάδες, άλλοτε σκαρφαλώναμε σε κάποια μάντρα, η κάποια γειτονική ταράτσα.

-Θυμάσαι κάποια ταινία απ’ αυτή την εποχή?

-Γη Ποτισμένη Με Ιδρώτα με τη Ναργκίς. Ημουν 7-8 χρονών και είχα κυριολεκτικά συγκλονιστεί. Είχα ταυτιστεί με τον μικρό γιο τής Ναργκίς, τον Πρεζούτ, ο μεγάλος της γιος, πιο αλήτης, ήταν ο αδερφός μου και φυσικά Ναργκίς, η μητέρα μου. Αυτό που ζούσα στη πραγματικότητα, για πρώτη φορά το έβλεπα και στο σινεμά. Το σοκ ήταν μεγάλο!

-Ενα παιδί σινεφίλ, σε μια λαική γειτονιά! Τι άλλο έκανες τότε?

-Εκλεβα! Εκλεβα τα πάντα. Ρόδες από συνεργεία, ξύλα από εργαστήρια, ρουλεμάν από μηχανουργεία. Εφτιαχνα όπλα για τη συμμορία τής γειτονιάς, πατίνια και ότι άλλο περνάει απ’ το μυαλό. Και ήθελα να είμαι παντού πρώτος! Πρώτος στο τρέξιμο, πρώτος στο κλέψιμο, πρώτος σε όλα!

-Πρώτος και στο σχολείο?

-Τελευταίος! Στα 13 μου, άφησα το σχολείο κι έπιασα δουλειά. Η δουλειά με οδήγησε σε νέες ανακαλύψεις. Καπνικαρέα, Ευριπίδου, Ψυρρή. Αλλά και λογοτεχνία. Αποφάσισα να πάω και στο νυχτερινό γυμνάσιο. Εβλεπα πολλές ταινίες αλλά διάβαζα και πολύ. Θυμάμαι πάντα την αίσθηση από το Εγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέβσκυ. Περπατούσα στο δρόμο κι ένιωθα Ρασκόλνικοφ. Ταυτίστηκα τόσο, που τρομοκρατήθηκα. Αλλά μ άρεσε.

-Κι έτσι άρχισες να γραφεις.

-Στα 15 μου, ήθελα να γίνω σκηνοθέτης και συγγραφέας. Αυτό που μέ γοήτευε ήταν οι ιστορίες. Αρχισα να γράφω μικρά διηγήματα. Τρία χρόνια αργότερα, βλέπω μια αγγελία στην εφημερίδα. Οι εκδόσεις Κάλβος, ζητούσαν διηγήματα από νέους συγγραφείς. Μού δαχτυλογραφούν ενα διήγημα μου και το στέλνω. Δε πήρα καμμιά απάντηση και το ξέχασα. Μπαίνω μια μέρα σ’ ένα βιβλιοπωλείο στη Πανεπιστημίου και βλέπω μια συλλογή, «Διήγημα 71». Την ανοίγω. Μέσα είναι το όνομα μου. Τρελάθηκα!

-Ας γυρίσουμε στο σινεμά και στα χρόνια της αθωότητας.

-Σκόπευα να τελειώσω το νυχτερινό και να σπουδάσω σκηνοθεσία. Αλλά η ζωή σε προλαβαίνει! Βρέθηκα για ένα χρόνο στο νοσοκομείο, κι όταν βγήκα έπρεπε να δουλέψω. Τέλειωσα κακήν κακώς το νυχτερινό κι οι σπουδές σκηνοθεσίας πήγαν περίπατο. Για δέκα χρόνια ακολουθούσα τον πατέρα μου από δουλειά σε δουλειά. Τελικά το 1980 πήγα στού Σταυράκου. Κι εκεί συνάντησα τον άνθρωπο που μέ επηρρέασε όσο κανείς.

- Ο Βασίλης Ραφαηλίδης υπήρξε ο μέντορας σου?

-Είναι ο πραγματικός δάσκαλος μου, κι ένας άνθρωπος που καθόρισε τη ζωή μου. Χάρη σ αυτόν, άρχισα να γράφω κριτική στο περιοδικό Τέχνες και Γράμματα,, αργότερα στο Πάνθεον και μετά πέρασα στα ΝΕΑ.

-Ο Ραφαηλιδης επηρρέασε την κινηματογραφική σου ματιά?

-Ο Ραφαιλίδης, με άγγιξε και μέσα από τη πολιτική διάσταση που υπήρχε στη κριτική του. Ο τρόπος που αντιμετώπιζε τις ταινίες διαμόρφωσε και τη δική μου προσέγγιση. Αυτή η κοινωνική ματιά πάνω στο σινεμά πάντα μετράει για μένα, όπως και στα βιβλία μου. Η κοινωνική προέλευση των ηρώων και του περίγυρου τους. είναι για μένα σημαντική.

-Ποια είναι η αγαπημένη σου ελληνική ταινία?

Ευδοκία. Την έχω δει πάνω από 15 φορές και πάντα με συγκινεί. Είχα τόσο πολύ ενθουσιαστεί όταν την είδα το ‘70 περίπου, που είχε βγει, που στο νυχτερινό τα παιδιά με είχαν βγάλει Ευδοκία γιατί μίλαγα συνέχεια γι αυτήν και τους έστελνα να τη δουν.

-Πότε ανακάλυψες την ερωτική διάσταση στο σινεμά?

-Ταυτόχρονα. Αναστατωνόμουν, αναρωτιόμουν τι μ’ αρέσει και τι δεν μ’ αρέσει και συχνά οι ταινλιες με μπέρδευαν περισσότερο, η έρχονταν άλλες φορές να οδηγήσουν τις προτιμήσεις μου.

-Ποιοι ήταν οι αγαπημένοι σταρ?

-Σαν παιδι μού άρεσε η Καρέζη, όχι η Βουγιουκλάκη, που την ανακάλυψα πολύ αργότερα και την εκτίμησα, όταν τη γνώρισα πια σαν δημοσιογράφος. Ακόμη μού άρεσε ο Κούρκουλος. Αργότερα στα 15-16, σαν σινεφίλ πια, η μεγάλη αγάπη μου έγινε η Ρόμυ Σνάιντερ, η λατρεμένη όλων των εποχών για μένα.

-H Ρόμυ Σνάιντερ στο Σημασία Εχει Να Αγαπάς?

-Ακριβώς. Μαζί με την Εδοκία και το Οσα Παίρνει Ο Ανεμος, είναι οι τρεις ταινίες που έχουν σημαδέψει τη ζωή μου.

-Μιλάς για τη κοινωνική διάστση στο σινεμά, αλλά επιλέγεις τρεις ερωτικές ταινίες, και μάλιστα ταινίες με ακραία πάθη. Επαιξε ρόλο στη προσωπική ζωή σου το σινεμά?

-Καθοριστικό. Οι ιστορίες που έβλεπα, τα πρόσωπα που παρακολουθούσα μου έδιναν αυτό που ήθελα να ζήσω κι εγώ. Και δε ταυτιζόμουν τόσο με τα πρόσωπα όσο με τις ιστορίες.

-Και Ξαφνικά Χιόνισε Χρόνια. Πότε γράφεις το πρώτο σου μυθιστόρημα?

-Ξεκίνησα το 92 και εκδόθηκε το 95. Σ αυτό το πρώτο βιβλίο, περίγυρος είναι ο χώρος της παιδικής μου ηλικίας, το Μεταξουργείο και οι γύρω περιοχές. Τώρα στο τελευταίο βιβλίο μου, γυρίζω πάλι σ αυτά τα μέρη, μέσα από την ιστορία ενός ζευγαριού που γνωρίζονται μετά τον πόλεμο και παρακολουθώ την ιστορία τους μέχρι σχεδόν σήμερα. Ακουμπάω πάνω στην ιστορία των γονιών μου χωρίς να είναι ακριβώς μια βιογραφία. Τίτλος, Και με Κλειστά Μάτια Θα Βλέπω.

-Υπάρχεις κι εσύ σαν πρόσωπο μέσα στο βιβλίο?

-Σ’ όλα μου τα βιβλία υπάρχω. Και δεν είναι οτι απλά ταυτίζομαι με κάποιο πρόσωπο, στην ουσία ζω μέσα από όλα τα πρόσωπα. Ολες οι ιστορίες που γράφω είναι σα να τις έχω ζήσει. Ακόμη κι αν τι έχω ζήσει μέσα στο μυαλό μου, είναι για μένα βιωματικές.

-Εχεις την αίσθηση ότι έχεις εκτεθεί μέσα από τα βιβλία σου?

-Ναι, και νιώθω ωραία γι αυτό. Ισως θα ήθελα να είμαι πιο τολμηρός.

-Λειτουργείς με το ένστικτο ή την λογική, γράφοντας?

-Και με τα δύο. Δε μπορώ να τα ξεχωρίσω.

-Εχεις σκεφτεί να γίνει κάποιο από τα βιβλία σου ταινία?

-Ο Παναγιώτης Παπαχατζής έχει αγοράσει τα δικαιώματα απο το τρίτο βιβλίο μου, Δεν Υπάρχει Ελευθερία Μακρυά Σου. Σίγουρα θα ήθελα να δω ένα βιβλίο μου ταινία, δε θα ήθελα όμως να γράψω το σενάριο. Οταν ένα βιβλίο μου εκδίδεται, έχω τελειώσει πια με τις ιστορίες του.

-Τι πιστεύεις για το σενάριο στο ελληνικό σινεμά?

- Υπάρχει ένα άπλωμα στη θεματολογία σήμερα, που δεν υπήρχε παλιότερα. Υπάρχει ακόμη ενα ψάξιμο, μια αναζήτηση σε επαφή με τη πραγματικότητα, αλλά χωρίς να χάνεται και το όνειρο. Η επεξεργασία είναι το αδύνατο σημείο. Χρειάζετα περισσότερο βάθος. Το σενάριο πρέπει να αντιμετωπισθεί με την ίδια σοβαρότητα που γράφει κανείς ένα βιβλίο.

-Μπορεί το ελληνικό σινεμά να υπερβεί τον χώρο του, τη πραγματικότητα που αναφέρεται?

-Κι εδώ νομίζω υπάρχει μια γκάμα πια. Υπάρχουν ιστορίες που τα πρόσωπα αξιοποιούν το περιβάλλον, άλλες που τα πρόσωπα το υπεβαίνουν. Αλλες που τα πρόσωπα πνίγονται από αυτό. Για παράδειγμα, στη δεύτερη ταινία σου, Καμιά Συμπάθια Για ΄Τον Διάβολο, τα πρόσωπα ασφυκτιούν στο χώρο που ζουν και προσπαθούν να βρουν μια διέξοδο.

-Τι σε ιντριγκάρει περισσότερο, το σενάριο που καταγράφει τον χώρο, ή αυτό που επιχειρεί μια υπέρβαση?

-Το σενάριο που αξιοποιεί τον χώρο, πατάει στη πραγματικότητα, αλλά κατορθώνει να προχωρήσει και σε μια υπέρβαση.

-Πως βλέπεις το ευρωπαικό σινεμά σήμερα?

-Για μένα είναι η κορυφή. Σπάνια σε αμερικάνικη ταινία θα νιώσω να απογειώνομαι. Αν και σήμερα σε σχέση με δεκαετίες του 70 και του 80, υπάρχει μια πτώση του ευρωπαικού σινεμά, μάλλον μια γενικώτερη πτώση της ευρωπαικής κουλτούρας που έχει να κάνει και με την αμερικανική επικράτηση μέσα απο τη τηλεόραση και βέβαια το ίντερνετ. Οι εθνικές γλώσσες έχουν καταλήξει στο περιθώριο.

Ο Παύλος ζει πάντα δίιπλα στη γειτονιά που μεγάλωσε και αγάπησε. Και νιώθει ευτυχισμένος γιατί το όνειρο που εόχε σαν παιδό έγινε πραγματικότητα. Ζει μέσα σ αυτά που τον μάγεψαν, σ αυτά που αγάπησε. Το σινεμά και τη λογοτεχνία. Μέσα του δεν ξεχωρίζουν. Τα βιβλία του είναι κινηματογραφικά. Και το σινεμά είναι πάνω απ όλα, ιστορίες.


Αθηνα, Αγ Κων/νος, σπιτι Παυλου 18-4-2008