Eγκαίνια: Παρασκευή 13.1.2012
Διάρκεια: 13, 27, 28/1 & 13/2
Το CAMP, παράλληλα με την έκθεση Lost in Athens, παρουσιάζει την εγκατάσταση-προβολή του Δημήτρη Αθανίτη «Πόλη Κρυμμένη».
http://campoint.gr/?p=800
blog
Όταν συναντώ κάποιον ηθοποιό για μια καινούργια ταινία, αυτό που με ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα, είναι το βλέμμα του. Το βλέμμα είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ένα σιωπηλό βλέμμα μπορεί να πει όσα χίλιες λέξεις. Το σινεμά που κάνω είναι πάνω στο βλέμμα και στο σώμα. Και τέλος πάνω στην πόλη. Γιατί στην εικόνα της πόλης αποτυπώνονται όλα όσα ζούμε, όσα σκεφτόμαστε αλλά και το παρελθόν μας, η ιστορία μας είναι όλα γραμμένα εκεί.
Δημήτρης Αθανίτης
8/10/11
http://www.typologos.com/?p=425Ως δημιουργός και φιλοσοφημένος άνθρωπος πιστεύει ο ίδιος ότι η ευτυχία δεν χαρίζεται και θεωρεί πως η ανάταση θα έρθει μέσα από την απόγνωση. Συνάμα προφητεύει πως η αλλαγή της κοινωνίας μας, είναι αναπόφευκτη και θα είναι βίαιη, ενώ μιλά στον www.typologos.com για μια προφητική του ταινία, που έβλεπε όσα ερχόταν.
Ο «ταξιδευτής» του ελληνικού σινεμά αποκαλύπτεται μπροστά σας, μοιράζοντας «δροσταλιές» γνώσης για το βαθύτερο νόημα της ζωής και το αύριο της κοινωνίας μας:
Ο τίτλος της ταινίας βάζει ουσιαστικά το θέμα του χρόνου σε σχέση με την ευτυχία. Όμως στο ερώτημα, αν όλοι μπορούν να έχουν τρεις μέρες ευτυχίας την πραγματική απάντηση θα τη δώσει καθένας μόνος του. Η ευτυχία δεν χαρίζεται. Και ταυτόχρονα, μοιάζει να είναι εξαιρετικά άπιαστη. Μου έκανε εντύπωση η ατάκα μιας ηθοποιού στην οντισιόν που έκανα ψάχνοντας τα πρόσωπα της ταινίας. Βλέποντας ότι ήμουν πολύ δύσκολος, μου είπε: «ηθοποιούς για τη ταινία θα βρεις, τρεις μέρες συνεχόμενης ευτυχίας, δεν ξέρω». Βέβαια, αγνοούσε ότι ο τίτλος κάθε άλλο παρά κυριολεκτεί.
-Στην ταινία πλανιέται ο δεσμός της οικογένειας, που κυριολεκτικά έγινε θρύψαλα στις ημέρες μας και λόγω της οικονομικής κρίσης . Τι διαισθάνεσαι ως δημιουργός έρχονται ημέρες απόγνωσης ή ανάτασης;
Η ανάταση θα έρθει μέσα από την απόγνωση. Χωρίς φόβο, με ορθάνοιχτα μάτια, πρέπει πρώτα να δούμε την αλήθεια στον καθρέφτη. Και η αλήθεια είναι ότι η «οικογένεια» έχει καταστρέψει τη χώρα.
Λειτουργεί τελείως αντικοινωνικά, υποκαθιστώντας την κραυγαλέα απουσία συλλογικού οράματος. Στις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», η οικογένεια είναι στο κέντρο, σαν πηγή καταπίεσης και εξαπάτησης. Οι ηρωίδες μου εξεγείρονται απέναντι στο δρόμο που η οικογένεια τους επιβάλλει.
-Πάλι χρησιμοποιείς τρία γυναικεία πρόσωπα και στο συγκεκριμένο φιλμ. Τρία πρόσωπα, που μάχονται για την ευτυχία. Μήπως, καθεμιά από αυτές δεν συμβολίζει και κάτι το διαφορετικό; Γιατί όλες καταλήγουν σε μια βίαιη ενηλικίωση; Μήπως όλα συγκλίνουν στη βιαία αλλαγή της κοινωνίας;
-Ακριβώς, έβαλα τρεις ηρωίδες και όχι μία γιατί δεν ήθελα να μιλήσω μόνο για το προσωπικό θέμα αλλά και για το κοινωνικό. Κάθε μια από τις ηρωίδες της ταινίας συμβολίζει κάτι διαφορετικό. Ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και κάθε μια δίνει μια πραγματική μάχη για να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο.
Μια μάχη που είναι βίαιη, ακόμη και αιματηρή και οδηγεί σε μια ενηλικίωση επώδυνη. Αυτή όμως είναι η πραγματικότητα. Οι ηρωίδες μου έχουν ή αναγκάζονται να αποκτήσουν την εγρήγορση, που σαν κοινωνία δεν έχουμε ακόμα. Η αλλαγή της κοινωνίας μας είναι αναπόφευκτη και θα είναι βίαιη.
-Ως σκηνοθέτης επιθυμείς πάντοτε ν’ αναδεικνύεις και νέα πρόσωπα ως ηθοποιούς- πρωταγωνιστές στις δημιουργίες σου (κυρίως γυναίκες). Αυτό γίνεται, γιατί επιθυμείς να υπάρχει μια φρέσκια ματιά από πλευράς της υποκριτικής τέχνης ή γιατί οι νέοι σε ηλικία άνθρωποι βιώνουν αλλιώς τις όλες τις αλλαγές;
Αναζητώ νέα πρόσωπα, γιατί εκεί υπάρχει η γοητεία της ανακάλυψης, του άγνωστου. Θα θυμάσαι ίσως τη Λένα Κιτσοπούλου στο «Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο». Η Νικολίτσα Ντρίζη, βασική ηρωίδα στις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», είναι πάλι ένα καινούργιο πρόσωπο. Διάλεξα τρεις νέες γυναίκες σαν ηρωίδες, γιατί σαν γυναίκες και νέες, αντιμετωπίζουν πολύ πιο ακραία τις αντιφάσεις που συσσωρεύονται γύρω μας. Ταυτόχρονα σαν νέες ηθοποιοί, είναι πιο αποφασισμένες να μπουν σε άγνωστους δρόμους.
-Ως άνθρωπος έχεις ταξιδέψει πολύ. Θεωρείς ως συστατικό στοιχείο του κάθε δημιουργού το να έχει δει και να έχει γνωρίσει άλλους λαούς, άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς; Ποιοι κάτοικοι μιας χώρας σε εντυπωσίασαν περισσότερο και γιατί;
Έχω ταξιδέψει πολύ, αλλά έχω ταξιδέψει πιο πολύ μέσα στις πόλεις και ακόμη πιο πολύ μέσα στους ανθρώπους. Με γοητεύει ο κόσμος των ανθρώπων γύρω μου. Θέλω να μπω στον κόσμο τους να αισθανθώ τη γεύση τους. Βρέθηκα στο Βερολίνο αλλά και στο Γιοχάνεσμπουργκ πριν τις μεγάλες αλλαγές. Ήταν εντυπωσιακό να βλέπεις τις ομοιότητες και τις διαφορές, ανάμεσα σε δυο κοινωνίες τόσο μακρινές.
-Σε έχουν χαρακτηρίσει ως έναν ώριμο κινηματογραφιστή που έχει την ματιά ενός παιδιού. Μήπως κάθε καλλιτέχνης δεν θα πρέπει να έχει μέσα του την παιδικότητα για να δημιουργήσει;
Με έχουν χαρακτηρίσει ακόμη σαν τον πιο σκοτεινό Έλληνα σκηνοθέτη. Δεν ξέρω αν το σκοτεινός είναι μια έννοια κοντινή στο ώριμος. Αυτό που σίγουρα ξέρω, είναι ότι διεκδικώ την ιδιαιτερότητα της ματιάς μου, και τη δυνατότητα να πάω πιο πέρα από τα κλισέ, από την εύκολη κολακεία του θεατή.
Αυτά τα χαρακτηριστικά περιγράφουν νομίζω την «παιδικότητα» που αναφέρεις και κάθε άλλο παρά αντιφατικά είναι με την ωριμότητα. Ωριμότητα είναι για μένα, το πόσο βαθιά θέλεις να βουτήξεις σε ότι κι αν κάνεις. Και ταυτόχρονα πόσο καθαρή είναι η ματιά σου πάνω σε αυτά που αντικρίζεις.
-Με ποιον από τους χαρακτήρες των ταινιών σου έχεις ταυτιστεί περισσότερο ως άνθρωπος και γιατί;
Με τον Άλεξ, τον σκηνοθέτη-ήρωα της πρώτης ταινίας μου, «Αντίο Βερολίνο». Πέρα από το προφανές της ιδιότητας του προσώπου, ήταν και μια συνολική αντιμετώπιση-έκθεση του εαυτού μου εκείνη τη στιγμή, σαν να πρόκειται για τρίτο πρόσωπο. Έπεσα με αλεξίπτωτο στο ελληνικό σινεμά και βρέθηκα με τη μία να κολυμπάω στα βαθιά. Η έκθεση μέσα από ένα alter ego μου ήταν μεγάλη. Ωστόσο δεν έπαιξα εγώ τον σκηνοθέτη στο «Αντίο Βερολίνο». Έπαιξα τον δολοφόνο του.
-Στην ταινία σου «Φιλοσοφία» έχεις μιλήσει προφητικά για ένα κράτος σε πτώχευση, σαν να έβλεπες το «κραχ» που ερχόταν. Τι σε οδήγησε να μεταδώσεις το συγκεκριμένο όραμα σε μια ανύποπτη εποχή;
Η «Φιλοσοφία», πρώτη μικρού μήκους μου, ένα χρόνο πριν το «Αντίο Βερολίνο», γυρίστηκε το 93 και σύμφωνα με το στόρι, οι πόλεμοι στα Βαλκάνια επεκτείνονται και η Ελληνική οικονομία καταρρέει. Ο Πρόεδρος βγαίνει, κηρύσσει πτώχευση και προτείνει σαν μόνη εναπομείνασα δραστηριότητα, τη φιλοσοφία. Η ταινία τότε αντιμετωπίσθηκε σαν επιστημονική φαντασία και τιμήθηκε μάλιστα με σχετικό βραβείο. Σήμερα, είναι πραγματικότητα. Η ταινία είναι προφητική γιατί ο ρόλος της τέχνης είναι αυτός. Να πάει πιο βαθιά. Να δει πέρα από τις απλοϊκές λογικές των συνθημάτων, να φέρει τον καθρέφτη μπροστά μας. Με δυο λόγια, τα σημάδια αυτού που ζούμε σήμερα υπήρχαν από παλιά. Ποιος όμως ήθελε να τα δει;
-Έχεις μπροστά σου έναν τυφλό που παίζει φλογέρα σε μια εκκλησία και δίπλα να σταθμεύει μια λιμουζίνα, από την οποία βλέπεις να βγαίνει ένας κύριος με σικ κουστούμι. Για ποιον από τους δύο θα έκανες ταινία; Κι αν όχι, γιατί;
Είναι ερεθιστική η εικόνα που περιγράφεις. Όμως, δεν θα έμπαινα στο δίλημμα που βάζεις. Θα έκανα μια ταινία και για τους δύο. Στα μάτια μου είναι και οι δύο, αναπόσπαστα κομμάτια του ίδιου κόσμου. Η θα έκανα κα για τους δύο, ή για κανένα.
-Ας γυρίσουμε στις «Τρεις Ημέρες Ευτυχίας». Που προβλέπεται να ταξιδέψει η ταινία στο εξωτερικό; Έχουν κλειστεί προβολές της ταινίας στους κινηματογράφους άλλων χωρών;
Οι «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» έκαναν πριν ένα μήνα πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ της Αθήνας και θα ακολουθήσει η Θεσσαλονίκη. Πιστεύω ότι θα ξεκινήσει σύντομα και μια πορεία σε ξένα φεστιβάλ.
-Ως κοινωνικό ον κατέχεις και τη θέση του γενικού γραμματέα της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Τι οραματίζεσαι ως άνθρωπος κι ως δημιουργός για τον συγκεκριμένο θεσμό;
Η ίδρυση της Ακαδημίας είναι μια μεγάλη τομή. Οι κινηματογραφιστές, χωρίς να ζητιανέψουμε λεφτά απ’ τη πολιτεία και χωρίς να της εκχωρήσουμε την ανεξαρτησία μας, πήραμε τη πρωτοβουλία να ορίσουμε τους κανόνες στο χώρο μας. Η συμβολική σημασία της κίνησης είναι τεράστια και ξεπερνά τα όρια του κινηματογράφου. Δείξαμε ότι πάνω απ’ όλα αυτή τη στιγμή, πρέπει να λειτουργήσουμε σαν υποκείμενα, και να πάρουμε τη ζωή και το μέλλον στα χέρια μας.
Ακόμη μέσα από τα βραβεία μας και τις δύο χρονιές, δώσαμε δείγματα νέου ύφους και ήθους. Χωρίς την ύπαρξη της Ακαδημίας, ελληνική υποψηφιότητα στα Όσκαρ δεν θα υπήρχε. Θέλω να συνεχίσουμε σ’ αυτό το ύφος και να πάρουμε περισσότερες πρωτοβουλίες για την άνθηση του ελληνικού σινεμά.
-Τι συμβουλή θα έδινες σε έναν εκκολαπτόμενο σκηνοθέτη;
Να είναι ο εαυτός του και μόνον ο εαυτός του.
©Typologos.com 2011- To τρέιλερ της ταινίας «Τρεις ημέρες ευτυχίας» του κ. Δημήτρη Αθανίτη δόθηκε αποκλειστικά για τις ανάγκες της συνέντευξης.
http://www.typologos.com/?p=410του Στράτου Κερσανίδη
Η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη «Τρεις μέρες ευτυχίας» προβλήθηκε το Σεπτέμβριο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας. Παρακάτω δημοσιεύουμεκριτική για την ταινία και μία συνέντευξη με το σκηνοθέτη.
Σε αναζήτηση της ευτυχίας
Τρεις γυναίκες πιασμένες στις δαγκάνες της απόγνωσης. Η Ιρίνα, η Βέρα και η Άννα ζουν εγκλωβισμένες σε μία πραγματικότητα από την οποία προσπαθούν να ξεφύγουν. Η Ιρίνα ονειρεύεται να φύγει για τον Καναδά, μακριά από την οικογένειά της που την εκδίδει. Η Βέρα ξεκινά μια νέα ζωή την ώρα που πρέπει να αντιμετωπίσει τα κρυμμένα μυστικά της οικογένειάς της. Η Άννα ετοιμάζεται να παντρευτεί θέλοντας να διώξει μακριά τα φαντάσματα μιας διαλυμένης οικογένειας που τη στοιχειώνουν. Παράλληλες διαδρομές, διασταυρούμενες με τελικό προορισμό ένα «βίαιο» πέρασμα σε μια επόμενη φάση της ζωής τους.
Ο Δημήτρης Αθανίτης στη νέα του ταινία «Τρεις μέρες ευτυχίας» μοιάζει να ειρωνεύεται, αφού δεν υπάρχει κανένα ψήγμα ευτυχία στην ταινία του. Οι ηρωίδες του βιώνουν μια δυστυχία που μοιάζει απροσπέλαστη, που τις έχει περικυκλώσει και τις βυθίζει στη μελαγχολία και την παραίτηση.
Το σκληρό κι απρόσωπο αστικό τοπίο κυριαρχεί στην ταινία. Με μια φωτογραφία σε διαφορετικούς τόνους του μπλε τονίζεται η απόγνωση των τριών γυναικών. Η Ιρίνα, η Βέρα και η Άννα δε γελούν. Δε χαμογελούν καν. Θαρρείς και γνωρίσουν πως τα όνειρά τους είναι απλά μια ψευδαίσθηση. Ψευδαίσθηση όπως πολλά πράγματα γύρω μας, όπως ο έρωτας, η ευτυχία, η ελευθερία.
Ο σκηνοθέτης ενορχηστρώνει μία μελαγχολική συμφωνία, η μελωδία της οποίας ασφυκτιά στριμωγμένη μέσα σε ένα αδιαπέραστο οικογενειακό στάτους. Σκηνοθετεί με μικρές σεκάνς, πολλές από τις οποίες μοιάζουν με φωτογραφικά ενσταντανέ. Παρατηρεί τις ηρωίδες του από απόσταση, χωρίς συναισθηματική εμπλοκή. Δημιουργεί μια αποπνικτικά μελαγχολική ατμόσφαιρα αφήνοντας τη συναισθηματική εμπλοκή στα χέρια του θεατή. Ο ίδιος φροντίζει να στήνει εξαιρετικά κάδρα αποδεικνύοντας μια ιδιαίτερη ικανότητα στυλιζαρίσματος. Δεν πέφτει όμως στη παγίδα της αυταρέσκειας, δεν αφήνει την αισθητική να κυριαρχήσει επάνω στο βαθύτερο νόημα, που είναι η μοναξιά και η απόγνωση, τα δεσμά (και όχι οι δεσμοί) της οικογένειας, η αναζήτηση του βήματος προς την ευτυχία. Μια ευτυχία που την πλησιάζουμε, με το ίστατο βήμα προς την κατάκτησή της να μοιάζει με ακροβατικό άλμα γεμάτο κινδύνους.
Μια ταινία ανθρωποκεντρική μέσα από την πάντα ιδιαίτερη ματιά του Δημήτρη Αθανίτη.
Ας δούμε όμως τι λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης για την ταινία του σε συνέντευξη που μας παραχώρησε.
Για τη δυστυχία που λέγεται οικογένεια
Γιατί έχεις επιλέξει ως ηρωίδες της ταινίας τρεις γυναίκες; Μήπως επειδή τις θεωρείς πιο ευάλωτες;
Δεν ξέρω αν οι γυναίκες είναι πράγματι πιο ευάλωτες. Σίγουρα όμως βιώνουν πιο έντονα τις αντιφάσεις που μας περιβάλλουν και που γίνονται όλο και πιο έντονες.
Η Ιρίνα, η Άννα και η Βέρα πιέζονται από παντού. Ομως δεν αποδέχονται τους ρόλους που το περιβάλλον τους δίνει. Και κυρίως δεν δέχονται να παραιτηθούν από το όνειρο. Από εδώ ξεκινά κι η ιδέα του τίτλου, που κάθε άλλο παρά κυριολεκτικός είναι. Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας είναι μια σκληρή ταινία. Δεν χαιδεύει τον θεατή. Ομως για μένα αυτό είναι τελικά αισιόδοξο. Και λυτρωτικό.
Ακόμη μια ταινία σου στην οποία η παρουσία του αστικού τοπίου είναι καταλυτική. Είναι σα να πρωταγωνιστεί η πόλη. Γιατί;
Η πόλη, η Αθήνα είναι πράγματι κάτι σαν κρυφή πρωταγωνίστρια της ταινίας. Γιατί πάνω στην πόλη βλέπεις όλα τα σημάδια αυτού που συμβαίνει γύρω μας. Η εικόνα της πόλης είναι σαν εικόνα της ψυχής των ηρωίδων μου. Η πόλη που ζούμε, αυτή η πόλη που ζουν οι ηρωίδες της ταινίας είναι μια πόλη σκληρή, αδυσώπητη. Η ταινία, ακολουθώντας τες ασθματικά, διατρέχει την Αθήνα από το κέντρο μέχρι το Σχιστό, από το αεροδρόμιο μέχρι τις Τρεις Γέφυρες. Είναι τυχαίο που η πόλη είναι ένα θηλυκό όνομα;
Γιατί αν και ο τίτλος της ταινίας μιλά για 3 μέρες ευτυχίας, μάλλον η δυστυχία και η απόγνωση κυριαρχούν;
Όποιο όνομα κι αν δίνει κανείς στην ευτυχία, αυτή είναι τελικά ο στόχος και το μέτρο της ζωής μας. Πρέπει να δεις τη κόλαση γύρω σου, πρέπει να τη διασχίσεις, πρέπει να παλέψεις για να πας προς το όνειρό σου. Αν γύρω μας υπάρχει δυστυχία, δε βλέπω γιατί να φοβηθούμε να την κοιτάξουμε κατάματα. Οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας μιλούν για την δυστυχία που λέγεται οικογένεια. Γιατί η ελληνική οικογένεια είναι πηγή δυστυχίας τελικά. Τόσο ατομικά, αλλά κυρίως κοινωνικά. Οι τρεις ηρωίδες μου ορθώνουν τη ζωή τους κόντρα στην «οικογένεια». Η Ιρίνα θέλει να βγει από την άθλια ζωή που της επιβάλλουν, η Βέρα ανακαλύπτει τι υπάρχει πίσω από το προσωπείο της ευτυχισμένης οικογένειας, η Άννα προσπαθεί να ξεπεράσει το φάντασμα μια διαλυμένης οικογένειας. Κι αυτό δεν είναι ούτε παιχνίδι, ούτε ανώδυνο.
Η ταινία θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης;
Η ταινία δε θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όχι γιατί δε θέλω εγώ, αλλά γιατί πρέπει να «τιμωρηθεί» που δεν θα κάνει πρεμιέρα εκεί. Ο απόλυτος παραλογισμός. Σε τι επηρεάζει το σινεφίλ κοινό της Θεσσαλονίκης τό γεγονός ότι η ταινία παίχτηκε πριν κάπου αλλου; Σε τι επηρεάζει τους ξένους παραγωγούς, κριτικούς, διανομείς που καλεί και χρυσοπληρώνει το φεστιβάλ; Σε τίποτα! Κι όμως το φεστιβάλ δεν τους δίνει τη δυνατότητα να δουν τη ταινία. Και μιλάμε για ένα απλό πανόραμα ελληνικών ταινιών. Δεν μιλάμε για διαγωνιστικό, όπου ίσως η πρεμιέρα να είχε κάποιο νόημα. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης λειτουργεί στην λογική που μας οδήγησε στη κρίση. Επιδοτεί εισαγωγές και κατανάλωση. Η Βενετία έχει δίπλα στο διεθνές, επίσημο ιταλικό διαγωνιστικό. Στις Κάννες οι μισές ταινίες είναι γαλλικές παραγωγές. Στο Βερολίνο, το ίδιο. Κι εδώ, ο παραγκωνισμός της εθνικής ταινίας είναι σημαία.
Κατά πόσο η Πολιτεία στέκεται αρωγός στον ελληνικό κινηματογράφο;
Φέτος δεν θα μπουν λεφτά ούτε σε μία νέα παραγωγή. Ναι, έχουμε κρίση, αλλά υπάρχουν ιεραρχήσεις και προτεραιότητες. Δεν μπορεί η τέχνη που εξάγει το ελληνικό όνομα τόσο δυναμικά, με συνεχή παρουσία και βραβεία σε όλα τα φεστιβάλ, τα όσκαρ, κλπ, να μένει ανενεργή χωρίς χρηματοδότηση. Και την ίδια στιγμή να χρηματοδοτούνται αφειδώς, ιδρύματα που δεν παράγουν τίποτα, εισαγόμενες παραστάσεις, κλπ. Η ανάπτυξη είναι η μόνη διέξοδος από την κρίση. Λοιπόν, το ελληνικό σινεμά είναι μια αναπτυξιακή δράση. Και μάλιστα εξάγωγική. Εξάγει σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, σε μια στιγμή που εποχή που το όνομα Ελλάδα μόνο αρνητικούς συνειρμούς προκαλεί διεθνώς.
Dimitris Athanitis
Dimitris Athanitis is a truly independent filmmaker, producing all his films through his production company DNA Films. He has earned awards since his directorial debut, winning the Jury Prize at the 1994 Thessaloniki Film Festival with Adios Berlin; his second film Sympathy for the Devil was nominated for the Golden Alexander. In 2001, Australian movie critic Bill Mousoulis ranked Athanitis’s 2000+1 Shots among the year’s best ten films.
Where do you consider home?
There is no place I consider home.
What would cause you to stay away from home for 10 years?
My need to make films.
How do you define fidelity?
Fidelity seems to be blind. And that is something I could not bear.
Which idea are you most faithful to?
If I am faithful to an idea, that idea is trying to be myself.
Which modern figure, male or female, would you identify with Penelope?
Every Hollywood star is a modern Penelope even if she does not know this.
If you were casting The Odyssey today, which real-life or literary figure would you choose for the role of Antinous?
For the role of Antinous I could choose a politician. Many of them could fit perfectly.
Is beauty like Calypso’s trap?
Beauty can be a trap, if you have not tasted it yet.
What’s a modern-day equivalent of Circe’s mesmerizing powers?
All this easy publicity you can get today is the modern equivalent of Circe.
‘Arete’ is Greek for virtue. Which do you value most? Which is overrated?
Being clever is an overrated virtue. Being creative is what I value most.
Odysseus is both cunning and strong. Which trait would you choose?
I choose them both. Homer knew that these two traits work only bound as one.
What’s your biggest temptation?
To be someone else.
What disguise would you adopt if you wished to pass unnoticed?
I would take off my hat.
If eating a Lotus could make you forget just one thing, what would you want to forget?
I would like to forget–at least sometimes–myself.
In The Odyssey, greed prompts Odysseus’ men to unleash the strong winds that blow their ship off course. If Homer were writing today, what would these winds be a metaphor for?
Greed for money, greed for power.
Who are the Laestrygonians today?
Every group facing strangers behaves like Laestrygonians.
What song do you think the Sirens were singing?
“Why go” by Boy George.
Which would you try to avoid, Scylla or Charybdis?
Listening to Circe’s advice, I would try to avoid Charybdis. At least facing Scylla, you have some chances.
What’s The Odyssey’s lesson for today?
Believe in your personal journey. Discover your personal destination.
What is your Ithaka?
For me Ithaka could be Filmland. But there is no Ithaka.
Which do you think is most important, the journey or the destination?
Only the journey counts. When you arrive at your destination, you no longer think of it as a destination.
ODYSSEY magasine, Jan-Feb 2011
Αντίο Βερολίνο (2005) του Δημήτρη Αθανίτη
Του Νέστορα Πουλάκου |
Σου γράφω για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Δημήτρη Αθανίτη, με αφορμή την προβολή της τελευταίας του ταινίας, “Τρεις μέρες ευτυχίας”, στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.
Το “Αντίο Βερολίνο” είναι από εκείνες τις σινεφίλ ταινίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά που μπήκαν γρήγορα στη σφαίρα του καλτ. Μινιμαλιστική προσέγγιση, ασπρόμαυρη φωτογραφία, χαμηλού προϋπολογισμού παραγωγή, μαύρο χιούμορ, παράξενοι χαρακτήρες, ατίθασες συμπεριφορές, σπασμένες επικοινωνίες, “θανατηφόρες” ατάκες, μπόλικοι ερασιτεχνισμοί στη δραματουργία.
Σημαντικό ρόλο επίσης παίζουν και τα πρόσωπα. Από τον πρωταγωνιστή, Παναγιώτη Θανασούλη, που έγινε διάσημος στα σινεφίλ στέκια από τον ρόλο του στο “Singapore Sling” του Νίκου Νικολαΐδη. Στον ποιητή από το Σουδάν, Ντίντι, γνωστό στην αθηναϊκή καλλιτεχνική πιάτσα για τα performances του. Την ευθεία αναφορά στον παραγωγό ταινιών Μαξ Ρόμαν. Και φυσικά την παρουσία στο καστ, των σκηνοθετών Δημήτρη Αθανίτη και Νίκο Τριανταφυλλίδη, σε ρόλο γκάνγκστερ.
Μεσήλικας σκηνοθέτης με μηδενική καριέρα στο Βερολίνο, και με μεγάλο του όνειρο την ταινία “Αντίο Βερολίνο”, αποδέχεται την πρόσκληση και έρχεται στην Αθήνα προκείμενου να τη γυρίσει εντέλει. Εδώ, όμως, θα βρεθεί μπλεγμένος με τη μαφία, την κοροϊδία, και την τρέλα του οποιουδήποτε.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις κάποιος, ότι η ταινία είναι αυτοαναφορική, αυτοσαρκαστική, σχεδόν αυτοκριτική, του Δημήτρη Αθανίτη. Παίζει με το μύχιο σύμπλεγμα του καλλιτέχνη, επιχειρεί το καυστικό του σχόλιο στη βιομηχανία του σινεμά και τα ντόπια κυκλώματα, ψυχαναλύει κι αυτοψυχαναλύει το άτιμο αυτό επάγγελμα.
Πολύ γρήγορα το “Αντίο Βερολίνο”, μετά και τα βραβεία που έλαβε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μπήκε στα underground κυκλώματα και στέκια. Στις λέσχες και στις παρέες των σινεφίλ λατρεύεται. Χαρακτήρες όπως ο γκρουμ του ξενοδοχείου, η σερβιτόρα-ψώνιο, η Γερμανίδα ηθοποιός, ο ποιητής Ντίντι, οι δυο παραγωγοί, και πολλοί άλλοι, έγιναν “ήρωες” της εναλλακτικής διασκέδασης.
Τέλος, μπορείς να βρεις ομοιότητες και με το μεταγενέστερο “No Budget Story” του Ρένου Χαραλαμπίδη.
Βαθμολογία: 5/10
Νέστορας Πουλάκος (poulakos@sevenart.gr)
Συνέντευξη στον |
Με τις “Τρεις μέρες ευτυχίας”, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αθανίτης ολοκληρώνει τον προβληματισμό του για την πραγματικότητα που ζούμε κι αντιμετωπίζουμε την τελευταία δεκαετία. Αυτό το κοινωνικό του σχόλιο, που διανθίζεται με υπαρξιακές, ψυχολογικές, βαθιά ανθρώπινες πινελιές, ξεκίνησε με την ταινία “2000+1 Στιγμές” για τον ερχομό του νέου αιώνα.
Συνεχίστηκε με την ταινία “Πόλη των θαυμάτων”, μια πολύ-πολιτισμική προσέγγιση της Αθήνας των Ολυμπιακών Αγώνων. Για να ολοκληρωθεί φέτος με τις “Τρεις μέρες ευτυχίας”. Και πάλι ο Αθανίτης συνθέτει μια σπονδυλωτή ταινία, που διατρέχεται από τρεις ιστορίες γυναικών οι οποίες ψάχνουν την ευτυχία τους, την ουτοπία τους, τη σωτηρία τους.
Με την τελευταία του ταινία, ο Αθανίτης μιλά για τις δυσκολίες της εποχής που ζούμε, μέσα από τους θεσμούς της οικογένειας, του γάμου, της φιλίας, της αγάπης που εμπνέει τις σχέσεις εν γένει. Και πάλι στη μουντή Αθήνα, διαδραματίζονται τρεις ιστορίες με σαφή προβλήματα, που όμως το φως διαφαίνεται μέσα απ’ το τούνελ.
Ο Δημήτρης Αθανίτης, ο οποίος με την πρώτη του ταινία “Αντίο Βερολίνο” έκανε αίσθηση στο ντόπιο σινεμά, μίλησε στο SevenArt λίγες μέρες πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας του ταινίας στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.
Μου είχες πει παλιότερα ότι παιδεύτηκες εντέλει με την ταινία “Τρεις μέρες ευτυχίας” προκειμένου να την ολοκληρώσεις.
Κι όντως. Τώρα που το σκέφτομαι, κοντά στα έξι χρόνια είναι που ασχολούμαι με τη συγκεκριμένη ιστορία. Πρώτα γράφτηκε το σενάριο, το οποίο και ξαναείδα όταν συμμετείχα στο Μεσογειακό Ινστιτούτο Κινηματογράφου στη Νίσυρο. Μετά, με παίδεψε το κάστινγκ. Είδα πολύ κόσμο, ιδίως εκατοντάδες κοπέλες για τους τρεις κεντρικούς ρόλους. Και στη συνέχεια ξέρεις, έπρεπε να λυθεί το οικονομικό θέμα, καθότι ακόμη κι αν εγκρίθηκε η χρηματοδότηση μου από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, με δυσκολία αποταμιεύεται. Πλην όλων αυτών, εξετάζω πλέον και το ενδεχόμενο, σε μελλοντική ταινία μου, να μην μπω στην αγχώδη και κοπιώδη διαδικασία του σφιχτού προγράμματος γυρισμάτων. Καλύτερο θα είναι να απλώνεται αυτό το κομμάτι σε βάθος χρόνου.
Και πάλι σκηνοθετείς μια σπονδυλωτή ιστορία, όπως έγινε στις δυο προηγούμενες ταινίες σου. Γιατί αυτό;
Με ενδιαφέρει πολύ να περιπλέκονται με κάποιο τρόπο ιστορίες προσώπων, που φαινομενικά δεν έχουν κάποια σχέση. Υπάρχει όμως μια συνισταμένη που τους απασχολεί. Για παράδειγμα, στις “Τρεις μέρες ευτυχίας” οι τρεις κοπέλες ψάχνουν να βρουν τη διέξοδό τους, να ξεφύγουν από αυτά που τους απασχολούν, τα προβλήματά τους αν θες. Και κάπως εκεί “συναντιούνται”. Τα τρία αυτά κορίτσια μπορεί να μην έχουν κοινά σε μια πρώτη εικόνα, όμως εντέλει μοιάζουν τόσο πολύ στο βάθος.
Ποιος είναι δηλαδή ο παράγοντας αυτός που τις κρατάει πίσω;
Εκεί που εντοπίζεται το πρόβλημα βασικά, είναι στην οικογένεια. Τις κρατάει πίσω, ουσιαστικά τις διαλύει. Η μια κοπέλα, η Βέρα, με το πέρας των σπουδών της επιστρέφει στο σπίτι της και σε μια οικογένεια που, εν ολίγοις, δεν “γνωρίζει”. Η δεύτερη κοπέλα, η Ιρίνα, που εκδίδεται από την ίδια της την οικογένεια θέλει να ξεφύγει, και να μεταναστεύσει. Η τελευταία κοπέλα, η Άννα, προσπαθεί να ζήσει έχοντας βαθιά ριζωμένη μέσα της τη διαλυμένη οικογένεια της.
Επομένως καταπιάνεσαι με ένα θέμα που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία;
Σαφώς. Είμαστε ακόμη, ένας λαός, μια κοινωνία που στηρίζεται στην οικογένεια. Δεν έχουμε ξεφύγει από αυτό. Βέβαια, το γεγονός αυτό που μπορεί να έχει πολλά καλά, δημιουργεί σε αναρίθμητες περιπτώσεις και προβλήματα. Το κυριότερο από αυτά είναι ότι από την υπερβολική αγάπη που δίνει στο παιδί, λειτουργεί ταυτόχρονα ανασταλτικά για την εξέλιξη του, τα θέλω του. Υπάρχει κάτι κλειστό στις ελληνικές οικογένειες. Και επικρατεί η συλλογιστική "εμείς και οι άλλοι". Η πάρτη μας, δηλαδή. Κάτι το οποίο χαρακτηρίζει εν γένει την κοινωνία μας, σε πολλά επίπεδα και σε όλους τους θεσμούς της.
Υπάρχει αισιοδοξία σε αυτό το σκηνικό που περιγράφεις στην ταινία σου;
Καταρχάς ο τίτλος είναι ειρωνικός. Σαφώς και τα τρία αυτά κορίτσια δεν βιώνουν κάποιου είδους ευτυχία στις καταστάσεις που βρίσκονται. Παρόλο τον προβληματισμό που υπάρχει όμως, η ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί αρκεί να κυνηγήσουν αυτό το οποίο πραγματικά θέλουν, και να ξεφύγουν από αυτό το οποίο είναι “φυλακισμένες”.
Αν και δικό σου “παιδί”, ποια πιστεύεις ότι θα είναι η πορεία της ταινίας σου;
Δεν τρέφω αυταπάτες, ξέρω ότι έχω κάνει μια σινεφίλ ταινία, που όμως είναι επίκαιρη και μπορεί να απασχολήσει πολύ κόσμο της εποχής και της νέας γενιάς. Θέλω να πιστεύω ότι θα έχει μια καλή πορεία στα φεστιβάλ όπου θα προβληθεί, κι ελπίζω να βρει διανομή μες στο χρόνο και να παίξει στις αίθουσες. Το τελευταίο είναι και το πλέον δύσκολο.
Κλείνοντας, θέλω το σχόλιο σου για τα παρακάτω μια και είσαι από τους πλέον ενεργούς με τα κοινά, κινηματογραφιστές της χώρας. Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, νέος κινηματογραφικός νόμος, Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη, Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θεωρώ πως κινείται στη σωστή κατεύθυνση με τον διορισμό του Δημάρχου κ. Μπουτάρη ως Προέδρου του. Η στροφή που πρέπει να κάνει προς την πόλη η διοργάνωση είναι επιβεβλημένη. Με τη διόγκωση της τελευταίας δεκαετίας είχε χάσει την τοπική ταυτότητά του. Βέβαια, θεωρώ “φάουλ” το νέο κανονισμό του, με τον οποίο “πετά” απ’ έξω ελληνικές ταινίες που έχουν κάνει πρεμιέρα σε άλλα φεστιβάλ. Δεν τους δίνει τη δυνατότητα να προβληθούν ούτε στο Πανόραμα του. Για το νέο κινηματογραφικό νόμο που πιστεύω ότι βρίσκεται σε σωστό πλαίσιο, νομίζω ότι δεν πρέπει να μείνει στα χαρτιά και να εφαρμοστεί άμεσα. Για τους Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη, των οποίων είμαι και μέλος, θεωρώ ότι οφείλουν να ενεργοποιηθούν ξανά. Έχουν αποτραβηχτεί αδικαιολόγητα. Για την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (Σ.σ. είναι Γενικός Γραμματέας) πιστεύω ότι γίνεται πολύ καλή δουλειά, κάτι που έχει φανεί ήδη. Στη συνεδρίαση του φθινοπώρου θα συζητηθούν εκτενώς κι όλα εκείνα τα λάθη που μπορεί να έχει το καταστατικό της, ώστε να διορθωθούν.
Νέστορας Πουλάκος