Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΙΤΣΚΟΚ Ο Δημήτρης Αθανίτης μιλά με τον Γιώργο Τζιώτζιο.

Ο Γιώργος Τζιώτζιος μου ασκούσε πάντα μια περίεργη γοητεία. Μια αιτία την ήξερα. Ωστόσο δεν του την εξομολογήθηκα ποτέ. Οταν του είπα ότι ήθελα να του πάρω συνέντευξη με κοίταξε παράξενα. Προσπάθησα να του εξηγήσω. Δεν μ΄ενδιέφεραν τα γνωστά. Μ΄ενδιέφερε το πως έφτασε στο σινεμά. «Ελα απ΄τη δουλειά», μου είπε. Βρεθήκαμε σ’ ένα μεγάλο γραφείο με παράθυρα από παντού σ’ ένα ψηλό όροφο στη Κηφισίας, δίπλα στο κεντρικό της Οντεόν. Ο ήλιος έμπαινε διαλυτικός από παντού, ισοπεδωτικός. Ωστόσο, ήρθε φωτογράφος και κάναμε μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η συνέντευξη ήταν για το Μοτέρ. Ηξερα που ήθελα να πάω τη συζήτηση αλλά το κλίμα ήταν χαοτικό. Οταν τελειώσαμε, μου είπε. «Αν βγάλεις άκρη απ’ όλα αυτά, πέστο μου».
http://www.gfc.gr/Publications/magazine/11_2008.pdf

Ο Γιώργος Τζιώτζιος είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους-ορχήστρες στο ελληνικό σινεμά. Κριτικός, εκδότης, διανομέας, αιθουσάρχης, διευθυντής φεστιβάλ. Εχει κάνει ατέλειωτα πράγματα, αλλά τα αντιμετωπίζει σαν κάτι ενιαίο, σχεδόν απλό. Βέβαια έχει ένα σύστημα, που ακολουθεί. «Το σύστημα Χίτσκοκ»!

Ο Γιώργος τελείωσε ένα θρυλικό γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη, στη πόλη που θα μπορούσε να είναι το Μιλάνο της Ελλάδας. Τελείωσε λοιπόν το 5ο Αρρένων, σχολείο όπου μαθήτευσαν ο Σαββόπουλος και ο Βέλτσος, αλλά όπως κι αυτοί και πολλοί άλλοι, κατέληξε στην Αθήνα.

-Πως ήταν το περιβάλον που μεγάλωσες; Η εικόνα της περιοχής ήταν περίπου η σημερινή;

-Το 5ο γυμνάσιο εκείνη την εποχή, δεκαετία 60, ήταν παραθαλάσιο. Διασχίζαμε λίγα μέτρα και βγαίναμε στη παραλία, με βάρκες δεμένες έξω από τα σπίτια και τσιγγάνους να έρχονατι το καλοκαίρι με σαμπρέλε,ς να περνάνε ξυπόλυτοι τη καυτή άσφαλτο και να βουτάνε. Εμείς παίζαμε όλη μέρα εκεί αλλά για μπάνιο παίρναμε το καραβάκι.

-Υπήρχε καραβάκι;

-Ναι, καραβάκι που ξεκίναγε από Λευκό Πύργο κι έκανε στάσεις στη Περαία, Αγ. Τριάδα, Μπαχτσέ. Αυτό που είναι η λεωφόρος Κέννεντυ κι ότι υπάρχει από κάτω, όπως το Μακεδονια Παλλάς, ήταν απλά θάλασσα. Μετά άρχισαν να πέφτουν τα «μπλόκια» και οι επιχωματώσεις. Ετσι δημιουργήθηκε ένα νέο μέτωπο στη θάλασσα και μια νέα εικόνα της πόλης.

-Η Χαλκιδική δεν ήταν το κλασσικό θέρετρο των Σαλονικιών τότε;

-Η Χαλκιδική ήταν κάτι σαν μακρυνός εξωτικός παράδεισος.Οι στάσεις που μας πήγαινε το καραβάκι ήταν η Χαλκιδική του τότε. Μόνο που όλα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με το σινεμά.

-Πότε έρχεται η επαφή με το σινεμά;

-Κατ’ αρχήν η επαφή με το σινεμά, αυτό το πρώτο σοκ με την εικόνα έγινε στις αίθουσες. Τηλεόραση, πρωτοείδα στα 14. Μέχρι τότε αλλά και μετά, σινεμά κάθε σαβατοκύριακο το χειμώνα και κατά βούληση το καλοκαίρι. Μεγάλωσα στη πιο κινηματογραφική περιοχή της Θεσσαλονίκης. Η Βασιλίσσης Ολγας ήταν μια τεράστια κινηματογραφική πιάτσα με τουλάχιστον 30 σινεμά.. Σήμερα από όλα αυτά, υπάρχει μόνο ένα. Το Κολοσσαίον.

-Το σινεμά ήταν η βασική διασκέδαση σου σαν παιδί;

-Ακριβώς. Κατά κανόνα οι αίθουσες είχαν διπλό πρόγραμμα και πήγαινα ας πούμε στον Κρόνο κι έβλεπα τον Αιχμάλωτο της Ζέντα και τον Τάρας Μπούλμπα. Μ’ άρεσε τόσο να πηγαίνω σινεμά που δεν είχα πρόβλημα να πάω μόνος, κι ούτε από το σπίτι τους πείραζε.

-Και τα ακατάλληλα ήταν το απόλυτο όνειρο;

-Οχι. Τα πράγματα ήταν πολύ ελαστικά. Τελείως τυχαία θυμάμαι, ένα Σάβαττο μεσημέρι πήγα στο Ρεξ και είδα 12 χρονών, τις Αγριες Φράουλες του Μπέργκμαν.

Δε μπορούσα να κοιμηθώ για ένα μήνα. Τρομοκρατήθηκα. Εβλεπα εφιάλτες με το φέρετρο να περνάει κάτω από το παράθυρο, ξύπναγα και νόμιζα ότι ακούω τις οπλές του αλόγου.

-Συναντήθηκες με τον Μπέργκμαν λίγο περίεργα..

-Η πρώτη ταινία τρόμου που έχω δει στη ζωή μου ήταν οι Αγριες Φράουλες.

-Την είδες μόνος τη ταινία;

-Από τη δευτέρα-τρίτη δημοτικού, πήγαινα μόνος.

-Κάτι που σήμερα είναι αδιανόητο.

-Δεν υπήρχε καμιά αίσθηση ανασφάλειας. Κοιμόματε με ανοιχτά πράθυρα. Δεν κλειδώναμε ποτέ τις πόρτες. Μέχρι να ρθει ο Παγκρατίδης. Το καλοκαίρι, υπήρχε και μια εξτρά διάσταση. Πως θα δούμε τσάμπα την ταινία. Το χαρτζηλίκι υπήρχε, αλλά ήταν η απόλαυση του να τη δεις έτσι ένοχα και μάλιστα την ακατάλληλη ταινία.

-Οι γονείς σου είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση με το σινεμά;

-Οχι. Ο πατέρας μου έβλεπε γουέστερν και πολεμικά, η μητέρα μου αισθηματικά έως και Ναργκίς, αλλά όπως ο περισσότερος κόσμος. θα λεγα ότι είμαι τελείως αυτοδίδακτος κινηματογραφικά.

-Μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο είσαι πια σινεφίλ.

-Εχω γνωριστεί με τον Δερμετζόγλο, τον Ακτσόγλουυ και τους άλλους, έχουμε κάνει τον θρυλικό ΦΟΚΘ και κάθε σαβατοκύριακο κάνουμε προβολές με χίλια άτομα στο αμφιθέατρο της φυσικομαθηματικής. Βγάζουμε κι ένα έντυπο, στον πολύγραφο, τα Τετράδια Κινηματογράφου, όπου και τα πρώτα μας γραπτά.

-Λίγο αργότερα βγάζετε κι ένα περιοδικό, την «Οθόνη». Τα σινεμά εξακολουθούσαν να παίζουν τον ίδιο σημαντικό ρόλο;

-Οχι μόνο, αλλά ήταν και τα πιο χαρακτηριστικά σημεία για τη γεωγραφία της πόλης. Τα ραντεβού όλα τα δίναμε σε σχέση με κάποιο κινηματογράφο, κάτι που κάνω ακόμα και σήμερα. Οταν μου λέει κάποιος μένω εκεί, αυτόματα λέω, κοντά στον παληό Εσπερο;, Απέναντι από τα Διονύσια; Ομως ήταν μια εποχή τότε που η Θεσσαλονίκη ήταν πραγματικά μια κινηματογραφική πόλη. Να σκεφτεις ότι έφτασε να κάνει το 1/3 των εισητηρίων της Αθήνας, όταν σήμερα κάνει το 1/8 η το 1/10. Και το Πανεπιστήμιο, την εποχή που ήμουν φοιτητή, ήταν βασικός τροφοδότης της σινεφίλ συνείδησης της πόλης.

-Ο δρόμος σου προς το σινεμά είχε κάποιο κομβικό σημείο; Κάποια ταινία που σε επηρέασε η κάποιο πρόσωπο που έγινε οδηγός;

-Οχι. Είναι κάτι που έγινε σιγά-σιγά μέσα από τη συνεχή επαφή με τις ταινίες. Η στιγμή που μπορώ να εντοπίσω σαν κομβική, είναι όταν συνηδειτοποίησα ότι υπάρχουν κριτικοί ταινιών και κριτικοί κινηματογράφου. Δηλαδή κάποιοι που γράφουν απλά για μια ταινία, κάτι που μπορεί να κάνει ο καθένας, και αυτοί που γράφουν, έχοντας ένα σύστημα αναφοράς πίσω τους. Κι έτσι, έχοντας τον Ραφαηλίδη σαν αφορμή, σκεφτόμουν ότι κριτικός κινηματογράφου είναι ένας πολύ περίεργος αλλά και πολύ τυχερός τύπος, που κάνει έρευνα για κάθε ταινία που γράφει. Εβλεπα δηλαδή ότι το σινεμά είναι πηγή γνώσης. Πέρα απ’ ότι σου μαθαίνει να στρώνεις το κρεβάτι σου, όπως έλεγε κι ο Τρυφώ, σε βάζει σε ένα διαρκές τριπ να ψάξεις. Πάντα θεωρούσα το σινεμά, αυτό που έλεγε ο Μπαζέν, «παράθυρο στον κόσμο». Γι αυτό μ’ αρέσει τόσο το ντοκυμαντέρ, με ξετρελαίνει. Και πιστεύω, δεν ξέρω Δημήτρη αν συμφωνείς, ότι κάθε μεγάλη ταινία είναι ταυτόχρονα ντοκουμαντέρ και μυθοπλασία. Βέβαια πρέπει να σου πω ότι αν και μ’ αρέσουν όλα τα είδη, τελικά με τον χρόνο, βλέπω ότι αυτό που με αγγιζει πραγματικά σήμερα, είναι το σινεμά στο ύψος του ανθρώπου, το σινεμά που είναι φέτες ζωής, το ρεαλιστικό σινεμά..

-Τι σε ιντρίγκαρε πιο πολύ στην αρχή, καθώς ανακάλυπτες τον κινηματογράφο; Υπήρχαν κάποια είδη, κάποιες ιστορίες;

-Στην αρχή ακολουθείς κάποιους ηθοποιούς, κάποιους σταρ. Μέσα από τον Ντελόν της Συμμορίας των Σικελών πας στον Βισκόντι, όπου παίζει και ο Ντελόν και ανακαλύπτεις ένα άλλο σινεμά. Μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η χρήση των σταρ στον Χίτσκοκ.

Εξυπηρετεί απόλυτα τους στόχους και ταυτόχρονα είναι όλοι ευχαριστημένοι. Κοινό, παραγωγοί και ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Είναι μια μοναδική περίπτωση και την δίνω σαν συνταγή ακόμη και στο γιο μου για το σχολείο του. Του λέω θα ακολουθήσεις το «σύστημα Χίτσκοκ»

-Σε είχε κερδίσει το σινεμά αλλά προχώρησες σε σπουδές νομικής. Γιατι;

-Το «σύστημα Χίτσκοκ».

-Ολοι ευχαριστημένοι!

-Ακριβώ;.

-Κάπως έτσι τελειώνεις τη Νομική.

-Κι αντί να γίνω δικηγόρος φεύγω για το Παρίσι, όπου κάνω διδακτορικό με θέμα Το Φαντασιακό στα Μαζικά Μέσα Επικοινωνίας, ακολουθώντας πάντα το σύστημα Χίτσκοκ. Γαλλικά στην ουσία έμαθα διαβάζοντας Καγιέ ντυ Σινεμά με το λεξικό στο χέρι. Αλτουσέρ, Μπαρτ, Μποντριγιάρ,ήταν τα πρόσωπα αναφορές.

-Οταν γυρίζεις, όμως έχουμε την ανατροπή.

-Τελείως τυχαία. Επιστρέφω, για να ακολουθήσω πανεπιστημιακή καριέρα στη Πάντειο,και μπαίνω μέσα από μια τυχαία συνάντηση με τον Μητρόπουλο, στη διανομή. Για να επικυρωθεί και μια ατάκα που έχω, πως «αν ζεις για το σινεμά, θα ζήσεις κι απ’ το σινεμά»! Δουλεύω λοιπόν στη Νέα Κϊνηση κι δυο χρόνια αργότερα στήνουμε με τον Μητρόπουλο πάντα, την Προοπτική. Τα πρώτα χρόνια στη Προοπτική ήταν και τα πιο ωραία, αφού δεν αγοράζαμε ταινίες πακέτα, αλλά ταινίες που βλέπαμε πριν και διαλέγαμε και παράλληλα είχαμε πάρει το Στούντιο στη πλ Αμερικής, οπου φέρναμε νέους, άγνωστους σκηνοθέτες.

-Μετά τα 6 χρόνια στη Προοπτική το μικρόβιο σε έτρωγε πάλι.

-Το περιοδικό. Λέω μια μέρα στον τυπογράφο που στεγαζόταν κάτω από τα γραφεία μας στη Κωλέττη. Θέλω να βγάλω ένα περιοδικό για σινεμά. Δεν ανεβαίνεις, μου λέει, καλύτερα στον 6ο να πηδήξεις;

-Και τελικά ίδρυσες το πιο μακρόβιο κινηματογραφικό περιοδικό στην Ελλάδα, με πάνω από 200 τεύχη και σχεδόν 20 χρόνια παρουσίας.

-Δεν ήταν εύκολο, τα γραφεία ήταν στο πατάρι του Στούντιο, και με ένα τεύχος οδηγό, μαζεύτηκαν πολλά νέα παιδιά που ήθελαν να συνεργαστούν, Κουτσογιανόπουλος, Εκσιέλ, Ζουμπουλάκης, Κρασσακόπουλος, Τριανταφυλλίδης, Σωτηροπούλου. Βέβαι τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Οπως δεν ήταν εύκολα κι όταν φέρναμε με την Προοπτική στο Στούντιο, νέους άγνωστους τότε σκηνοθέτες, Τζάρμους, Φρήαρς, Αλμοδοβάρ. Δεχόμουν συχνά άγριες κριτικές. Βέβαια σήμερα όλοι αυτοί είναι σεβαστοί. Για μένα η πρώτη ταινία είναι αποφασιστική. Εκεί φαίνονται σχεδόν όλα. Και ο σκηνοθέτης και ο διανομέας και ο κριτικός..

-Υποθέτω θα έχεις ακούσει αρκετή κριτική και για το περιοδικό. Οτι είναι αρκετά μέινστρημ, υποστηρίζει το εμπορικό σινεμά...

-Δεν ήταν αυτη η πρόθεση. Απλά, προσπαθούσε, πάντα με το «σύστημα Χίτσκοκ», να επιβιώσει, περνώντας μαζι με το μέηνστρημ και πολλά νέα πράγματα. Εξ άλλου δεν πιστεύω ότι η επιτυχημένη ταινία είναι εξ ορισμού ύποπτη, η κακιά.

Δυστυχώς πολλοί κριτικοί το πιστεύουν. Αν μια ταινία κατεβαίνει λίγο από τον εγκέφαλο, αν αρχίζουν να δακρύζουν τα μάτια, αν λίγο χτυπά η καρδιά, αρχίζουν οι υποψίες. Δεν είναι καλό για ένα κριτικό να δακρύζει. Κάτι συμβαίνει κι αυτό που συμβαίνει δεν είναι στη σωστή κατεύθυνση.

-Το έχω δει αυτό με σκηνοθέτες όπως ο Ζουλάφσκι για παράδειγμα, που βγάζουν συναίσθημα. Δεν είναι από τα φόρτε των κριτικών. Αλήθεια είχες ποτέ το σκηνοθετικό μικρόβιο;

-Ποτέ. Αυτό που πάντα με τρώει είναι κάτι άλλο. Η περιέργεια. Γι αυτό κυνηγώ πάντα τις πρώτες ταινίες. Οπως δεν έχω καμια προκατάληψη για την προέλευση μιας ταινίας. Αντίθετα, θέλω, έχω τη περιέργεια να δω, μια ταινία από τη Σενεγάλη, η τη Σρι Λάνκα.

-Ενα ένοχο μυστικό σου;

-Εχω δει τον Ηλίθιο και τον Πανιλίθιο 6 φορές.

-Διανομέας η κριτικός;

-Η δουλειά του διανομέα μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ τη δουλειά του κριτικού. Αν το γούστο κι οι επιλογές σου περνάνε σε ένα άλφα κοινό είναι μια μεγάλη, αναντικατάστατη ικανοποίηση.

-Κάποο μικρόβιο πάντως σ’ έτρωγε συνέχεια. Από πετυχημένος διανομέας γίνεσαι εκδότης και στη συνέχεια δημιουργείς και φεστιβάλ! Τις Νυχτες Πρεμιέρας.

-Πίστευα ότι μπορεί να γίνει ένα φεστιβάλ στην Αθήνα. Το σλόγκαν μου ήταν, αυτο που θα κάνουμε δεν θα είναι θεσμός. Θα είναι εθισμός!

-Στήνεις αυτό το φεστιβάλ που είναι πια στον 14ο χρόνο αλλά και πάλι το μικρόβιο σε τρώει. Γυρίζεις πάλι στη διανομή, κάνεις, την Πλέιταιμ, που σου δίενι την ευκαιρία να κάνεις τις δικές σου επιλογές, έχεις επιτυχίες, ανοίγεις πάλι το Στούντιο, μια κίνηση περισσότερο συναισθηματική παρά εμπορική, μετά περνάς στη Ρόουζμπαντ και τωρα στην Οντεόν, αλλά έχεις πάντα το μικρόβιο. Ποια είανι η καινούργια ιδέα;

-Σκέφτομαι ότι η καλή ταινία έχει όλο και λιγώτερο χώρο στη διανομή. Τα μεμονωμένα σινεμά κλείνουν, τα πολυσινεμά παίζουν μόνο το μέινστρημ. Και απορώ πως δεν σκέφτεται κάποιος ότι ένας εναλλακτικό πολυσινεμά, ένα άρτπλεξ ας το πούμε, θα ήταν μια σοβαρή πρόταση και επιχειρηματικά. Ενας πολυκινηματογράφος 10 αιθουσών που θα παίζει τις 20 καλύτερες τανίες που βγήκαν τους τελευταίους τρεις μήνες, κι όπου θα πηγαίνεις χωρίς να σκέφτεσαι τι παίζει, αλλά ξέροντας ότι εκεί θα βρεις τις καλύτερες ταινίες. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να κάνω.

-Τελικά Γιώργο, τι είναι για σένα το σινεμα;

-Το σινεμά ηταν πάντα για μένα η επαφή με τον κόσμο. Αγαπώ το σινεμά. Είναι ότι πιο ωραίο υπάρχει. Τα έχει όλα. Και κυρίως δύο μεγάλα χάρισματα. Το πλάνο και το εκτός πεδίου, που συχνά τροφοδοτεί περισσότερο τη φαντασία. Για αυτό και δεν αγάπησα ποτε πραγματικά το θέατρο.

Ο Γιώργος πιστεύει στο ρεαλιστικό σινεμά, αγαπά τις φέτες ζωής αλλά εφαρμόζει το σύστημα Χίτσκοκ, δηλαδή ένα σύστημα που συνδέεται με φέτες γλυκού! Οι αντιθέσεις όμως δεν είναι αυτές που μας συγκρατούν; Αυτές οι ίδιες δεν είναι η ζωή μας, το σινεμά μας;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου