Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΙ

Ο Παύλος Κάγιος μιλά με τον Δημήτρη Αθανίτη


Συνήθως ένας δημοσιογράφος ανακρίνει ένα σκηνοθέτη, προσπαθώντας να φωτίσει προθέσεις, διαδρομές, κίνητρα. Ο Δημήτρης Αθανίτης ένιωσε την ανάγκη να κάνει το αντίθετο. Θέλησε να ανακαλύψει μέσα από ποιούς δρόμους οδηγείται στο σινεμά, κάποιος που γράφει γι αυτό . Ο Παύλος Κάγιος γράφει χρόνια για το σινεμά, κι είναι γνωστός από τις στήλες του στα ΝΕΑ. Ομως γράφει και μυθιστορήματα. Στο τέλος του 2008, θα εκδοθεί το τέταρτο βιβλίο του, Και με κλειστά μάτια θα βλέπω.

-Πως ανακάλυψες τον κινηματογράφο?

-Η λατρεία της μητέρας μου για το σινεμά, ήταν αυτή που μού άνοιξε τη πόρτα. Αποό πολύ μικρός, 5-6 χρονών, ήμουν κάθε βράδυ στα θερινό. Οταν 11-12 χρονών άρχισα να πηγαίνω και μόνος, το σινεμά ήταν πια, όλη μου η ζωή. Η καθημερινότητα ήταν ένας εφιάλτης, που τον θεωρούσα ένα ψέμμα. Η αληθινή ζωη ήταν στο πανί! Ελεγα ότι όταν μεγαλώσω θα ζω όπως στο σινεμά!

-Που μεγάλωσες?

-Στο Μεταξουργείο . Κολωνός, Κεραμεικός, Ακαδημία Πλάτωνος, Θησείο, αυτές οι γειτονιές ήταν ο κόσμος μου.

-Αν κάποιο Σάβαττο ή Κυριακή δε πηγαίνατε σινεμά, πως ένιωθες?

-Χαλια! Σ αυτες τις περιπτωσεις ειχαμε επιννοησει κολπα για να βλέπουμε τσάμπα έστω και λίγο από την ταινία, γιατί βέβαια δεν υπήρχε χαρτζηλίκι για εισητήριο. Αλλοτε βλέπαμε με καθρεφτάκια μέσα από χαραμάδες, άλλοτε σκαρφαλώναμε σε κάποια μάντρα, η κάποια γειτονική ταράτσα.

-Θυμάσαι κάποια ταινία απ’ αυτή την εποχή?

-Γη Ποτισμένη Με Ιδρώτα με τη Ναργκίς. Ημουν 7-8 χρονών και είχα κυριολεκτικά συγκλονιστεί. Είχα ταυτιστεί με τον μικρό γιο τής Ναργκίς, τον Πρεζούτ, ο μεγάλος της γιος, πιο αλήτης, ήταν ο αδερφός μου και φυσικά Ναργκίς, η μητέρα μου. Αυτό που ζούσα στη πραγματικότητα, για πρώτη φορά το έβλεπα και στο σινεμά. Το σοκ ήταν μεγάλο!

-Ενα παιδί σινεφίλ, σε μια λαική γειτονιά! Τι άλλο έκανες τότε?

-Εκλεβα! Εκλεβα τα πάντα. Ρόδες από συνεργεία, ξύλα από εργαστήρια, ρουλεμάν από μηχανουργεία. Εφτιαχνα όπλα για τη συμμορία τής γειτονιάς, πατίνια και ότι άλλο περνάει απ’ το μυαλό. Και ήθελα να είμαι παντού πρώτος! Πρώτος στο τρέξιμο, πρώτος στο κλέψιμο, πρώτος σε όλα!

-Πρώτος και στο σχολείο?

-Τελευταίος! Στα 13 μου, άφησα το σχολείο κι έπιασα δουλειά. Η δουλειά με οδήγησε σε νέες ανακαλύψεις. Καπνικαρέα, Ευριπίδου, Ψυρρή. Αλλά και λογοτεχνία. Αποφάσισα να πάω και στο νυχτερινό γυμνάσιο. Εβλεπα πολλές ταινίες αλλά διάβαζα και πολύ. Θυμάμαι πάντα την αίσθηση από το Εγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέβσκυ. Περπατούσα στο δρόμο κι ένιωθα Ρασκόλνικοφ. Ταυτίστηκα τόσο, που τρομοκρατήθηκα. Αλλά μ άρεσε.

-Κι έτσι άρχισες να γραφεις.

-Στα 15 μου, ήθελα να γίνω σκηνοθέτης και συγγραφέας. Αυτό που μέ γοήτευε ήταν οι ιστορίες. Αρχισα να γράφω μικρά διηγήματα. Τρία χρόνια αργότερα, βλέπω μια αγγελία στην εφημερίδα. Οι εκδόσεις Κάλβος, ζητούσαν διηγήματα από νέους συγγραφείς. Μού δαχτυλογραφούν ενα διήγημα μου και το στέλνω. Δε πήρα καμμιά απάντηση και το ξέχασα. Μπαίνω μια μέρα σ’ ένα βιβλιοπωλείο στη Πανεπιστημίου και βλέπω μια συλλογή, «Διήγημα 71». Την ανοίγω. Μέσα είναι το όνομα μου. Τρελάθηκα!

-Ας γυρίσουμε στο σινεμά και στα χρόνια της αθωότητας.

-Σκόπευα να τελειώσω το νυχτερινό και να σπουδάσω σκηνοθεσία. Αλλά η ζωή σε προλαβαίνει! Βρέθηκα για ένα χρόνο στο νοσοκομείο, κι όταν βγήκα έπρεπε να δουλέψω. Τέλειωσα κακήν κακώς το νυχτερινό κι οι σπουδές σκηνοθεσίας πήγαν περίπατο. Για δέκα χρόνια ακολουθούσα τον πατέρα μου από δουλειά σε δουλειά. Τελικά το 1980 πήγα στού Σταυράκου. Κι εκεί συνάντησα τον άνθρωπο που μέ επηρρέασε όσο κανείς.

- Ο Βασίλης Ραφαηλίδης υπήρξε ο μέντορας σου?

-Είναι ο πραγματικός δάσκαλος μου, κι ένας άνθρωπος που καθόρισε τη ζωή μου. Χάρη σ αυτόν, άρχισα να γράφω κριτική στο περιοδικό Τέχνες και Γράμματα,, αργότερα στο Πάνθεον και μετά πέρασα στα ΝΕΑ.

-Ο Ραφαηλιδης επηρρέασε την κινηματογραφική σου ματιά?

-Ο Ραφαιλίδης, με άγγιξε και μέσα από τη πολιτική διάσταση που υπήρχε στη κριτική του. Ο τρόπος που αντιμετώπιζε τις ταινίες διαμόρφωσε και τη δική μου προσέγγιση. Αυτή η κοινωνική ματιά πάνω στο σινεμά πάντα μετράει για μένα, όπως και στα βιβλία μου. Η κοινωνική προέλευση των ηρώων και του περίγυρου τους. είναι για μένα σημαντική.

-Ποια είναι η αγαπημένη σου ελληνική ταινία?

Ευδοκία. Την έχω δει πάνω από 15 φορές και πάντα με συγκινεί. Είχα τόσο πολύ ενθουσιαστεί όταν την είδα το ‘70 περίπου, που είχε βγει, που στο νυχτερινό τα παιδιά με είχαν βγάλει Ευδοκία γιατί μίλαγα συνέχεια γι αυτήν και τους έστελνα να τη δουν.

-Πότε ανακάλυψες την ερωτική διάσταση στο σινεμά?

-Ταυτόχρονα. Αναστατωνόμουν, αναρωτιόμουν τι μ’ αρέσει και τι δεν μ’ αρέσει και συχνά οι ταινλιες με μπέρδευαν περισσότερο, η έρχονταν άλλες φορές να οδηγήσουν τις προτιμήσεις μου.

-Ποιοι ήταν οι αγαπημένοι σταρ?

-Σαν παιδι μού άρεσε η Καρέζη, όχι η Βουγιουκλάκη, που την ανακάλυψα πολύ αργότερα και την εκτίμησα, όταν τη γνώρισα πια σαν δημοσιογράφος. Ακόμη μού άρεσε ο Κούρκουλος. Αργότερα στα 15-16, σαν σινεφίλ πια, η μεγάλη αγάπη μου έγινε η Ρόμυ Σνάιντερ, η λατρεμένη όλων των εποχών για μένα.

-H Ρόμυ Σνάιντερ στο Σημασία Εχει Να Αγαπάς?

-Ακριβώς. Μαζί με την Εδοκία και το Οσα Παίρνει Ο Ανεμος, είναι οι τρεις ταινίες που έχουν σημαδέψει τη ζωή μου.

-Μιλάς για τη κοινωνική διάστση στο σινεμά, αλλά επιλέγεις τρεις ερωτικές ταινίες, και μάλιστα ταινίες με ακραία πάθη. Επαιξε ρόλο στη προσωπική ζωή σου το σινεμά?

-Καθοριστικό. Οι ιστορίες που έβλεπα, τα πρόσωπα που παρακολουθούσα μου έδιναν αυτό που ήθελα να ζήσω κι εγώ. Και δε ταυτιζόμουν τόσο με τα πρόσωπα όσο με τις ιστορίες.

-Και Ξαφνικά Χιόνισε Χρόνια. Πότε γράφεις το πρώτο σου μυθιστόρημα?

-Ξεκίνησα το 92 και εκδόθηκε το 95. Σ αυτό το πρώτο βιβλίο, περίγυρος είναι ο χώρος της παιδικής μου ηλικίας, το Μεταξουργείο και οι γύρω περιοχές. Τώρα στο τελευταίο βιβλίο μου, γυρίζω πάλι σ αυτά τα μέρη, μέσα από την ιστορία ενός ζευγαριού που γνωρίζονται μετά τον πόλεμο και παρακολουθώ την ιστορία τους μέχρι σχεδόν σήμερα. Ακουμπάω πάνω στην ιστορία των γονιών μου χωρίς να είναι ακριβώς μια βιογραφία. Τίτλος, Και με Κλειστά Μάτια Θα Βλέπω.

-Υπάρχεις κι εσύ σαν πρόσωπο μέσα στο βιβλίο?

-Σ’ όλα μου τα βιβλία υπάρχω. Και δεν είναι οτι απλά ταυτίζομαι με κάποιο πρόσωπο, στην ουσία ζω μέσα από όλα τα πρόσωπα. Ολες οι ιστορίες που γράφω είναι σα να τις έχω ζήσει. Ακόμη κι αν τι έχω ζήσει μέσα στο μυαλό μου, είναι για μένα βιωματικές.

-Εχεις την αίσθηση ότι έχεις εκτεθεί μέσα από τα βιβλία σου?

-Ναι, και νιώθω ωραία γι αυτό. Ισως θα ήθελα να είμαι πιο τολμηρός.

-Λειτουργείς με το ένστικτο ή την λογική, γράφοντας?

-Και με τα δύο. Δε μπορώ να τα ξεχωρίσω.

-Εχεις σκεφτεί να γίνει κάποιο από τα βιβλία σου ταινία?

-Ο Παναγιώτης Παπαχατζής έχει αγοράσει τα δικαιώματα απο το τρίτο βιβλίο μου, Δεν Υπάρχει Ελευθερία Μακρυά Σου. Σίγουρα θα ήθελα να δω ένα βιβλίο μου ταινία, δε θα ήθελα όμως να γράψω το σενάριο. Οταν ένα βιβλίο μου εκδίδεται, έχω τελειώσει πια με τις ιστορίες του.

-Τι πιστεύεις για το σενάριο στο ελληνικό σινεμά?

- Υπάρχει ένα άπλωμα στη θεματολογία σήμερα, που δεν υπήρχε παλιότερα. Υπάρχει ακόμη ενα ψάξιμο, μια αναζήτηση σε επαφή με τη πραγματικότητα, αλλά χωρίς να χάνεται και το όνειρο. Η επεξεργασία είναι το αδύνατο σημείο. Χρειάζετα περισσότερο βάθος. Το σενάριο πρέπει να αντιμετωπισθεί με την ίδια σοβαρότητα που γράφει κανείς ένα βιβλίο.

-Μπορεί το ελληνικό σινεμά να υπερβεί τον χώρο του, τη πραγματικότητα που αναφέρεται?

-Κι εδώ νομίζω υπάρχει μια γκάμα πια. Υπάρχουν ιστορίες που τα πρόσωπα αξιοποιούν το περιβάλλον, άλλες που τα πρόσωπα το υπεβαίνουν. Αλλες που τα πρόσωπα πνίγονται από αυτό. Για παράδειγμα, στη δεύτερη ταινία σου, Καμιά Συμπάθια Για ΄Τον Διάβολο, τα πρόσωπα ασφυκτιούν στο χώρο που ζουν και προσπαθούν να βρουν μια διέξοδο.

-Τι σε ιντριγκάρει περισσότερο, το σενάριο που καταγράφει τον χώρο, ή αυτό που επιχειρεί μια υπέρβαση?

-Το σενάριο που αξιοποιεί τον χώρο, πατάει στη πραγματικότητα, αλλά κατορθώνει να προχωρήσει και σε μια υπέρβαση.

-Πως βλέπεις το ευρωπαικό σινεμά σήμερα?

-Για μένα είναι η κορυφή. Σπάνια σε αμερικάνικη ταινία θα νιώσω να απογειώνομαι. Αν και σήμερα σε σχέση με δεκαετίες του 70 και του 80, υπάρχει μια πτώση του ευρωπαικού σινεμά, μάλλον μια γενικώτερη πτώση της ευρωπαικής κουλτούρας που έχει να κάνει και με την αμερικανική επικράτηση μέσα απο τη τηλεόραση και βέβαια το ίντερνετ. Οι εθνικές γλώσσες έχουν καταλήξει στο περιθώριο.

Ο Παύλος ζει πάντα δίιπλα στη γειτονιά που μεγάλωσε και αγάπησε. Και νιώθει ευτυχισμένος γιατί το όνειρο που εόχε σαν παιδό έγινε πραγματικότητα. Ζει μέσα σ αυτά που τον μάγεψαν, σ αυτά που αγάπησε. Το σινεμά και τη λογοτεχνία. Μέσα του δεν ξεχωρίζουν. Τα βιβλία του είναι κινηματογραφικά. Και το σινεμά είναι πάνω απ όλα, ιστορίες.


Αθηνα, Αγ Κων/νος, σπιτι Παυλου 18-4-2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου