Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

FEEL BILL

O Δημήτρης Αθανίτης μιλά με τον Μπιλ Μουσούλη



O Bill Mousoulis, ανεξάρτητος ελληνο-αυστραλός σκηνοθέτης βρέθηκε στην Αθήνα για την προβολή της ταινίας του Nocturne (Νυχτωδία), στις Νύχτες Πρεμιέρας. Ο Δημήτρης Αθανίτης είχε πολλούς λόγους για να μιλήσει μαζί του.

-Εκτιμώ ιδιαίτερα το ότι κάνεις ταινίες αποδεσμευμένος από τα χρήματα. Και, όσο μπορώ να κρίνω από τη μία ταινία σου που είδα, κάνεις ένα σινεμά συνθετικό, με σκέψη, χωρίς να ακολουθείς κάποιο γνωστό μοντέλο.

-Κάνω ένα σινεμά προσωπικό, που έχει επιρροές αλλά που τελικά είναι, νομίζω, δικό μου.

-Αν και ταινία είδους, ταινία με βαμπίρ, η ταινία σου «Νυχτωδία», επιχειρεί μια υπέρβαση του είδους. Με πλάνα από την καθημερινή Μελβούρνη, εισαγωγικά κείμενα, με ποητικούς μονολόγους αλλά και το κομμάτι του Σοπέν εκτελεσμένο ζωντανά σαν άνοιγμα και κλείσιμο, συνθέτει μια μεταφορική ματιά πάνω σε μια κοινωνία.

Επίσης μου έκανε εντύπωση ο συνδυασμός μιας φιλολογικής αίσθησης που παραπέμπει σ ένα ευρωπαικό, γαλλικό σινεμά, μαζί όμως με μια σωματικότητα, που συναντάμε κυρίως στο αμερικάνικο σινεμά.

-Πράγματι, στη σκηνή στην αποθήκη όπου τα βαμπίρ γυμνά περιτρυγιρίζουν το θύμα τους, μου είπε κάποιος ότι του θύμιζε το Σαλό του Παζολίνι, που βγάζει αυτή την αρχέγονη πλευρά του ανθρώπου. Οντως η ταινία μου, συνδυάζει μια σωματικότητα με μια φιλοσοφική πλευρά ταυτόχρονα.

-Είναι η 8η ταινία σου. Πότε ξεκίνησες σαν σκηνοθέτης;

-Ξεκίνησα το 1982, 19 χρονών, κάνοντας μόνος μου ταινίες σε σούπερ 8 και ταυτόχρονα έβλεπα πολύ σινεμά κι οι επιρροές μου ήρθαν μέσα από τον Αντονιόνι, τον Μπρεσσόν αλλά και αμερικανούς οπως ο Κάπρα ακόμη κι ο Σπίλμπεργκ Το 1993, έκανα τη πρώτη μου μεγάλου μήκους Εκανα περίπου 40 μικρές ταινίες αυτά τα 11 χρόνια, oι περισσότερες σε σούπερ 8, όπως άλωστε και οι δύο πρώτες μεγάλου μήκους.

-Είσαι και ο παραγωγός στις ταινίες σου;

-Ναι, πάντα εγώ κάνω την παραγωγή. Μια-δυο φορές είχα μια βοήθεια από κάποιους παραγωγούς. Αλλά μιλάμε πάντα για μικρά ποσά.

-Αλήθεια ποιο είναι το μπατζετ της Νυχτωδίας;

-Είναι 3.000 €. Μόνο για φαγητό και κάποια έξοδα κίνησης. Ολοι εργάσθηκαν χωρίς αμοιβή.

-Σχεδόν απίστευτο! Βέβαια είναι μια ταινία σε βίντεο, αλλά έχει στοιχεία που δίνουν αίσθηση κάποιου μπάτζετ. Και μιλάμε για μια ταινία που κάνει καριέρα σε φεστιβάλ.

-Ναι, πριν απο τις Νύχτες Πρεμιέρας ήταν στο Λονδίνο, αμέσως μετά θα πάει στο Κορκ, στο Παρίσι, στην Ολλανδία, ενώ στο Φεστιβάλ Φανταστικού στις Βρυξέλλες, ένα πολύ μεγάλο φεστιβάλ, η ταινία παίχτηκε με 900 θεατές στην αίθουσα. Εξ άλλου υπάρχει ενδιαφέρον και για διανομή από την αμερικανική εταιρεία Τrauma.

-Είναι πραγματικά εντυπωσιακό για μια κυριολεκτικά χειροποίητη ταινία. Ομως ας μην ξεχνάμε ότι έχεις και μια ιστορία πίσω σου.

-25 χρόνια σαν σκηνοθέτης με 8 μεγάλου μήκους και περίπου 80 μικρού.

-Μόνο με τον Φασμπίντερ μπορώ να σε συγκρίνω. (γέλια).

-Ναι, ο Φασμπίντερ έκανε πιο πολλές ταινίες από τα χρόνια που έζησε.

-Πες μου πως ξεκίνησες στο σινεμά. Οι γονείς σου γεννήθηκαν στην Ελλάδα.

-Γεννήθηκα στη Μελβούρνη και μεχρι τα 18, δεν είχα κάποια ιδιαίτερη σχέση με το σινεμά, η την τέχνη γενικώτερα. Οταν τελείωσα το σχολείο, για ένα χρόνο επίτηδες έμεινα σπίτι, δεν πήγα για σπουδές και πέρασα τους πρώτους έξη μήνες βλέποντας ταινίες. Ανακάλυψα τον Μπέργκμαν, τον Γκοντάρ, το αμερικάνικο σινεμά, αλλα και τότε ακόμη, δεν ήξερα αν ήθελα να κάνω σινεμά. Ολα ξεκίνησαν από μια εικόνα, που ήρθε στο μυαλό μου ένα βράδυ. Μια εικόνα που ήξερα ότι ήταν το τελευταίο πλάνο σε μια ταινία που θα ήθελα να κάνω. Και ταυτόχρονα ένιωθα ότι ήξερα την ιστορία μέχρι αυτό το τελευταίο πλάνο. Ηταν κάτι ξαφνικό, σαν αποκάλυψη. Κάτι που δεν το πριμένεις και μαζί νιώθεις ότι όλη η ζωή σου πιά θα περιστρέφεται γύρω απο αυτές τις εικόνες, το σινεμά.

-Την έκανες αυτή την ταινία;

-Την έκανα, λέγεται Doubt (Αμφιβολια). Ημουν 19 χρονών, ο πατέρας μου δεν ήθελε να ακούσει για σινεμά, η μητέρα μου όμως με βοήθησε, μού έδωσε 1000 δολλάρια για να πάρω μια κάμερα σούπερ 8, κι έτσι ξεκίνησα.

-Κάνεις και κάμερα στις ταινίες σου;

-Σπάνια πια. Αυτό που μου αρέσει και κάνω πάντα είναι το μοντάζ. Στο συνεργείο του Nocturne δούλεψαν περίπου 8 άτομα. Βέβαια γυρίζω αρκετά γρήγορα τις ταινίες μου, συνήθως σε 2-3 βδομάδες. Για το Nocturne χρειάστηκα 4 εβδομάδες, γιατί ήταν όλο νυχτερινά και άλλους τρεις μήνες για το μοντάζ.

-Υπάρχουν κι άλλοι στην Αυστραλία που κάνουν τόσο χαμηλού μπάτζετ ταινίες;

-Περίπου 30-40 ταινίες γυρίζονται μ’ αυτό τον τρόπο κάθε χρόνο. Με μπάτζετ γυρίζονται περίπου 20 ταινίες κι απ’ αυτές οι 10-12 βρίσκουν διανομή ενώ οι άλλες βγαίνουν κατευθείαν στο βίντεο. Αυτές οι «εμπορικές» ταινίες έχουν μπάτζετ στα 2-3 εκατομύρια οι περισσότερες και μερικές από 1-1,5 εκατμ. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχει ένα μεγάλο κενό και μετά περνάμε από το 1 εκατομ. που είναι το μικρότερο επιτρεπόμενο, σε ταινίες που γίνονται με 10.000.


-Αυτές οι low budget ταινίες βρίσκουν καμιά φορά διανομή;

-Είναι δύσκολο. Υπάρχει ένα αντεργκράουντ φεστιβάλ στη Μελβούρνη όπου συνήθως παίζονται και βρίσκουν διέξοδο. Τελευταία μια ταινία που έγινε μόνο με 3.000, βρήκε διανομή, επενδύθηκαν άλλες 300.000 γι αυτό και βγήκε.

-Εχουν διανομή οι ταινίες σου;

-Μερικές μόνο. Πιο εμπορική ταινία μου μέχρι στιγμής μια μικρού μήκους Between Us που έγινε το 1989 και μάλιστα με αρκετά λεφτα, 70.000.

-Ποια πιστεύεις ότι είναι η θέση σου Μπιλ, στο αυστραλέζικο σινεμά;

-Υπάρχει αντεργκράουντ, αρτ και εμπορικό, σαν τρεις μεγάλες ομάδες. Εγώ είμαι ανάμεσα στο αντεργκράουντ και το αρτ. Οι περισσότεροι στο αντεργκράουντ κάνουν κάποιο είδος, εγώ όχι. Από την άλλη, στο χώρο του αρτ, πολλοί θεωρούν πολύ ρεαλιστικό το στυλ μου, σχεδόν «άσχημο», επειδή στο χώρο αυτό συχνά η εικόνα είναι «καθαρή».

-Η αγγλική γλώσσα είναι μια βοήθεια για το αυστραλέζικο σινεμά;

-Θα νόμιζε κανείς ότι έτσι είναι αλλά τελικά ισχύει το αντίθετο. Οι αυστραλέζικες ταινίες θέλουν να είναι αμερικάνικες όμως τελικά δεν είναι. Αυτό είναι ένα γενικώτερο θέμα στην αυστραλία, η αυστραλέζικη ταυτότητα. Νιώθω τα τελευταία χρόνια κάποιο αδιέξοδο στην αυστραλία και στο τοπικό σινεμά. Σκέφτομαι σοβαρά να έρθω στην Ευρώπη, να συνεχίσω να κάνω εδώ τις ταινίες μου, στη Γαλία ίσως, η κάπου αλλού.

-Εχεις ενεργή συμμετοχή στο πολύ γνωστό και τελείως ιδιαίτερο site για το σινεμά του δημιουργού, το Senses of Cinema.

-Είχα την ιδέα γι αυτό το site και ήμουν εγώ που το ξεκίνησα με την φίλη μου Φιόνα Βιλάλα, και έχει περίπου 9 χρόνια ζωής. Ηθελα από την αρχή να κάνω κάτι σοβαρό που όμως να μην είναι ακαδημαικό αλλά ούτε και κάζουαλ. Υπήρχαν αρκετοί κριτικοί που ενδιαφέρθηκαν να γράψουν και που είχαν δημιουργική γραφή. Για 2-3 χρόνια ασχολήθηκα αποκλειστικά με το Senses of Cinema και δεν έκανα καμιά ταινία. Τώρα πια δεν ασχολούμαι ενεργά.

-Κάνεις περίπου μια ταινία τον χρόνο;

-Τα τελευταία 4 χρόνια έχω κάνει 3 ταινίες.

-Τα μπάτζετ των ταινιών αυτών είναι στα ίδαι μεγέθη με το Nocturne, δηλ. στα 3.000 €;

-Η προηγούμενη ταινία μου, Blue Notes, έγινε με 20.000 € χάρη σε μια κρατική επιχορήγηση. Την αμέσως προηγούμενη ταινία μου, Spring Rhapsody, την έκανα, δεν θα το πιστέψεις, τελείως μόνος, χωρίς καθόλου συνεργείο, μόνο με ηθοποιούς σε φυσικούς χώρους. Εκανα κάμερα, ενώ τοποθετούσα το μικρόφωνο κάπου κοντά στους ηθοποιούς για να γράφει. Ηταν η πρώτη ταινία μου σε ντίτζιταλ βίντεο. Χρησιμοποίησα μια μικρή κάμερα και χάλασα περίπου 300 ευρώ μόνο για φαγητό των ηθοποιών. Ακολούθησα την τεχνική που είχα στο σούπερ 8 και ήθελα να δω πόσο γρήγορα μπορώ να ολοκληρώσω μια μεγάλου μήκους ταινία και δεν εννοώ μόνο το γύρισμα. Ολη η ταινία μαζί με το σενάριο, χρειάστηκε 2 μήνες και μια βδομάδα για να γίνει. Από μια ιδέα δηλαδή, μέχρι την έτοιμη ταινία.

-Δεν είχες καν έτοιμο σενάριο όταν ξεκίνησες.

-Οχι. Ξεκίνησα την πρώτη μέρα της Ανοιξης, τηλεφώνησα στους ηθοποιούς, μιλήσαμε για τους χαρακτήρες και την πλοκή, και αρχίσαμε ταυτόχρονα γυρίσματα

που κράτησαν 3-4 βδομάδες. Εκανα μοντάζ για άλλες 3-4 βδομάδες και η ταινία ήταν έτοιμη. Ηθελα όπως σου είπα, να δω πόσο γρήγορα μπορώ να κάνω μια ταινία, έχοντας στο μυαλό μου το παράδειγμα του Γκοντάρ. Είχα 5 διαφορετικές ιστορίες και πολλές μέρες συναντιώμαστε χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς θα γυρίσουμε.

-Οι προηγούμενες ταινίες σου γυρίστηκαν σε φιλμ;

-Ναι, οι τρεις προηγούμενες μεγάλου μήκους έγιναν σε φιλμ 16 μμ, είχαν μεγαλύτερο κόστος και δεν έκανα εγώ κάμερα. Οι δύο πρώτες μεγάλες ταινίες μου γυρίστηκαν σε σούπερ 8.

-Οι ηθοποιοί σου είναι επαγγελματίες;

-Κάποιοι ναι, αλλά πολλοί είναι ερασιτέχνες. Τον πρωταγωνιστή στο Nocturne τον βρήκα μέσα από αγγελία που έβαλα σε εφημερίδα. Ο Αλεξ Σπήαρς δεν είχε κάνει τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή.

-Στην ταινία όμως έχει μια έντονη και κινηματογραφική, θα έλεγα παρουσία όπως και η πρωταγωνίστρια σου.

-Ηθελα ένα πρόσωπο διαφορετικό, αληθινό. Ο Αλεξ ήθελε να το κάνει σαν εμπειρία, δεν ενδιαφέρεται να κάνει καριέρα ηθοποιού. Η Βανέσσα ντε Λάργκις έχει κάνει κάποιες μικρού μήκους και έχει μια μικρή εμπειρία.

-Οι άλλοι ηθοποιοί της ταινίας;

-Ο ηθοποιός που παίζει τον Κανίβαλο, είναι ποιητής, έχει μια εμπειρία από ποιητικές παρουσιάσεις σε κοινό. Μ΄αρέσει πάντα να παίρνω ηθοποιούς που δεν έχουν εμπειρία, γιατι βγάζουν κάτι πιο αληθινό και πιο πρωτότυπο.

-Η Μελβούρνη είναι μια μεγάλη ελληνική πόλη μια κι έχει μια παροικία 300.000 ελλήνων περίπου. Παίζονται ελληνικές ταινίες στις αίθουσες;

-Γίνεται ένα φεστιβάλ ελληνικών ταινιών, το παρακολουθούν αλλά ούτε η πιο εμπορική ελληνική ταινία δεν μπορεί να σταθεί στην αίθουσα. Νομίζω ούτε καν στο βίντεο.

-Ποια είναι η κινηματογραφική γεωγραφία της Μελβούρνης;

-Υπάρχουν 30 περίπου μούλτιπλεξ με 6 αίθουσες συνήθως το κάθε ένα και μετά υπάρχουν και μεμονωμένες αίθουσες και ακόμη κάποιες αίθουσες που παίζουν ταινίες τέχνης. Η Μελβούρνη σαν μέγεθος πλησιάζει την Αθήνα, με 3-3,5 εκατομύρια κατοίκους και είναι η πόλη όπου δραστηριοποιούνται οι πιο πολλοί σκηνοθέτες στο χώρο του σινεμά τέχνης. Το Σίδνευ είναι μεγαλύτερο αλλά με πιο εμπορικό προσανατολισμό. Οι υπόλοιπες πόλεις έιναι αρκετά μικρές για να παίξουν κάποιο ουσιαστικό ρόλο.

-Τι ποσοστό καλύπτει το αυστραλιανό σινεμά μέσα στην τοπική αγορά;

-Συνήθως είναι πολύ κάτω, περίπου στο 3% των εισητηρίων. Κάποιες χρονιές ανεβαίνει στο 6%, 7%, αλλά αυτή είναι η εξαίρεση.

-Τηλεόραση και σινεμά είναι συγκοινωνούντα δοχεία στην Αυστραλία;

-Οχι απόλυτα. Υπάρχουν τηλεοπτικοί ηθοποιοί που δεν μπορούν να περάσουν στο σινεμά, όπως και σκηνοθέτες που κάνουν μόνο σινεμά.

-Σκηνοθετείς, κάνεις την παραγωγή, το μοντάζ, γράφεις και τα σενάρια των ταινιών σου;

-Τα περισσότερα είναι δικά μου αλλά στο Nocturne συνεργάστηκα μ’ ένα φίλο

πέρση ποητή. Οσο για τη μουσική, το βασικό θέμα γράφτηκε από ένα χέβυ μέταλ γκρουπ τους Spider Coat Canyon, ενώ πήρα και κομμάτια από δικές τους συλλογές.

Οπως εκτελέστηκε ζωντανά πάνω στο γύρισμα και το πρώτο κομμάτι, μια νυχτωδία του Σοπέν.

-Ηταν πολύ ενδιαφέρον αυτό το πρόσωπο, και τελείως ανεξάρτητο από όλα τα άλλα.

-Η ταινία ανοίγει και κλείνει με την πιανίστρια, και στην αρχή δεν ξέρουμε που ακριβώς παίζει, ίσως σε κάποια μεγάλη αίθουσα. Στο τέλος βλέπουμε ότι είναι μόνη, σε ένα μικρό χώρο. Σηκώνεται, βγαίνει έξω στο φως με το πρόσωπο της χλωμό σαν φάντασμα και και είναι σαν όλη η ιστορία με τα βαμπίρ να ήταν στο μυαλό της. Η σαν ολη η ταινία νε είναι μια μουσική σαν την μουσική που η ίδια παίζει.

Ο Μπιλ Μουσύλις έχει κάνει πολλές ταινίες, έχει δημιουργήσει ένα αναγνωρισμένο διεθνώς site, αλλά εξακολουθεί να κάνει σινεμά με ελάχιστα χρήματα. Αυτό είναι μια ηθική στάση αλλά και μια πρόκληση απέναντι στη λογική ενός ολόκληρου συστήματος. Αυτή η ανεξαρτησία, του δίνει την ουσιαστική καλλιτεχνική ελευθερία, να μένει έξω από τα κλισέ, και κυρίως τα κλισέ των αισθητικών και θεματικών επιλογών. έχοντας σαν κύριο στόχο αυτό το ιδιαίτερο που θέλει να εκφράσει. Ενα feeling, μια αίσθηση, όπως λέει κι ο ίδιος. Αυτό δεν είναι που τελικά μετρά πάντα στο σινεμά; Αυτό δεν είναι που μένει από μια ταινία;

Γκαλερία Κοραή, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2008, ΜΟΤΕΡ τ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου